Αν ένας κεντρικός έβαλε το όνομά του με χρυσά γράμματα στο βιβλίο της ιστορίας της Λούμπε, αυτός είναι ο Ρομπερτλάντι Σιμόν. Ο Κουβανός κεντρικός έπαιξε το τελευταίο του ματς στο κατάμεστο Eurosuole Forum και αναδείχθηκε MVP των τελικών με την Περούτζια. Αποθεώθηκε και ήταν συγκινημένος για την αγάπη που εισέπραξε όλη αυτή την τετραετία στην οποία πανηγύρισε ό,τι τίτλο υπάρχει: Μόνο που το φετινό είχε μεγαλύτερη αξία από ό,τι τα προηγούμενα.
Ήταν το 7ο πρωτάθλημα για την Τσιβιτανόβα και ο Σιμόν ήταν εμφατικά παρών στα 3 εξ αυτών. Η επίδραση που είχε στο φιλέ όμως τη φετινή σεζόν δεν είχε προηγούμενο. Παρότι 35 χρονών, παρότι τα πόδια του είναι πιο αργά, στο κορυφαίο επίπεδο πρέπει να έχεις προσωπικότητα και ο Κουβανός το απέδειξε ξανά.
«Μας είχαν ξεγραμμένους και νεκρούς. Λυπάμαι για το πώς πήγε φέτος η σεζόν αλλά όλα τώρα μοιάζουν όμορφα. Κάναμε κάτι που μόνο μεγάλες ομάδες μπορούν να καταφέρουν», είπε δακρυσμένος στο flash interview την ώρα που ο προπονητής του φώναζε: «Είσαι το νούμερο 1».
Πώς να τους ξεγράψεις όμως διάολε; Ναι, η Λούμπε δεν έκανε καθόλου καλή σεζόν. Έπαιξε κακό βόλεϊ και είχε τις δικαιολογίες της: Ο Χουαντορένα τραυματίας, ο Ζάιτσεφ να προέρχεται από χειρουργείο, κλειστό ροτέισον, απουσία διαγώνιου (ο Γκάμπι Φερνάντες δεν απέδωσε όποτε του παρουσιάστηκαν οι ευκαιρίες), ο Λουκαρέλι ασταθής σε αρκετά παιχνίδια (και εκείνος με θέματα τραυματισμών).
Δεν μπορείς να τους ξεγράψεις γιατί είναι εφτάψυχοι και τα τελευταία χρόνια στην Ιταλία είναι κάτι σαν τη Ρεάλ όταν παίζει στο Champions League. Θα τον βρουν τον τρόπο.
Και θα τον βρουν γιατί έχουν προσωπικότητες που ακόμα κι όταν δεν παίζουν θα σπρώξουν τους υπόλοιπους να αποδώσουν. Ο Γιαντ για παράδειγμα ήταν από τους πρωταγωνιστές των τελικών σε ένα απότομο step up στην καριέρα του που ήρθε στους τελικούς με πολύ καλή υποδοχή, άριστες εκτελέσεις στις ψηλές μπάλες και με σωστό διάβασμα του αντίπαλου μπλοκ για να πάρει το μπλοκ άουτ.
Για τον Μπαλάσο και τον Ντε Τσέκο τα λόγια είναι περιττά. Ο πρώτος όταν αποκτήθηκε από τη Λούμπε δεν περίμενε κανείς πώς θα έχει τέτοια εξέλιξη κι αυτή τη στιγμή θα θεωρείται ένας εκ των κορυφαίων λίμπερο στον κόσμο. Όσο για τον Αργεντινό πασαδόρο; Μπορεί το σώμα του σε καμία περίπτωση να μη θυμίζει αθλητή όμως η ευφυΐα του είναι το κάτι άλλο ειδικά όταν η υποδοχή είναι άριστη. Για αυτό και το αντίπαλο μπλοκ ούτε που προλάβαινε να στηθεί όταν ο μαέστρος από το Σάντα Φε αποφάσιζε να παίξει γρήγορα.
Και για να επιστρέψουμε στον Σιμόν, απλώς να πούμε πως έκανε καλύτερα από κάθε άλλον αυτό που δεν θέλει η αντίπαλη ομάδα: Δημιούργησε τρόμο πάνω στο φιλέ. Ο Κουβανός πρώτα προειδοποιούσε με το απίθανο jump speed σέρβις και δημιουργούσε το δικό του σερί πόντων και στη συνέχεια κέρδιζε κατά κράτος τη μάχη απέναντι στον Σολέ και τον Μενγκότσι στο κέντρο. Άντε να τον σταματήσεις μετά…
Δεν είναι καθόλου εύκολο, ούτε συχνό να αναδεικνύεται MVP σε σειρά τελικών ο κεντρικός. Κι αυτό γιατί θα πάρει τις λιγότερες μπάλες όταν η υποδοχή είναι κακή, θα τελειώσει λίγες επιθέσεις και γιατί ασφαλώς στο κορυφαίο πρωτάθλημα του κόσμου, το ιταλικό, παίζουν τεράστιοι αστέρες στις υπόλοιπες θέσεις και προφανώς στα μεγάλα ματς (ως και οι πιο καλοπληρωμένοι) θα κάνουν τη διαφορά. Ε, φέτος δεν έγινε αυτό.
Ο Σιμόν το άξιζε γιατί έκανε κυρίως τη μεγάλη ζημιά στο Πάλαμπαρτον της Περούτζια στο μπρέικ του πρώτου ματς. Τα έσπασε κυριολεκτικά με 20 πόντους (14/17 τελειωμένες επιθέσεις, 3 μπλοκ και 3 άσους) χώρια όλες οι μπάλες που έσπασε στο φιλέ και οδήγησαν σε κόντρα.
Από εκεί και έπειτα, πιο εύκολα του αναμενόμενου, η Λούμπε υπερασπίστηκε την έδρα της με τον Κουβανό να ξεχωρίζει και να αποχαιρετά τον κόσμο που τον λατρεύει για να επιστρέψει στην Πιατσέντσα: Την ομάδα από την οποία ξεκίνησε την ευρωπαϊκή του καριέρα πριν από 8 χρόνια. Έχει να τελειώσει μια δουλειά που άφησε στη μέση και θέλει να τη βοηθήσει να κατακτήσει τίτλο. Ειδικά από τη στιγμή που κατέλαβε την 5η θέση στην Ιταλία και εξασφάλισε εισιτήριο για το Challenge Cup.
Και εννοείται πως στην απόφασή του να επιστρέψει στην Πιατσέντσα έπαιξε ρόλο και το συναίσθημα. Εκεί έλαβε τον πρώτο του κανονικό (σε αθλητικά πλαίσια) μισθό.
Η ιταλική ομάδα του έδωσε 7.500 ευρώ/μήνα και με τα πρώτα του χρήματα έτρεξε να αγοράσει κινητό τηλέφωνο, υπολογιστή και ό,τι συσκευές δεν είχε αδειάζοντας τον τραπεζικό του λογαριασμό μέσα σε μια εβδομάδα: Στην Κούβα αμειβόταν με 300 ευρώ τον μήνα. Ποτέ δεν ξέχασε από πού ξεκίνησε και τι σημαίνει να έχεις γεννηθεί σε αυτή τη χώρα.
«Οι Κουβανοί είμαστε ταπεινοί άνθρωποι. Οι περισσότεροι βοηθάμε τις οικογένειές μας. Η μητέρα μου έχει πεθάνει και ο αδερφός μου αντιμετωπίζει προβλήματα. Δεν θα μπορούσα να μη βοηθάω τον αδερφό μου και τον μπαμπά μου. Αλλά δεν είμαι μόνο εγώ. Όλοι οι συμπαίκτες μου το κάνουν αυτό».
Χρειάστηκε να εγκαταλείψει την εθνική του ομάδα για να αφοσιωθεί επαγγελματικά σε αυτό που θέλει να κάνει. Για 20 χρόνια η κουβανική ομοσπονδία είχε μια απαρχαιωμένη λογική: Όποιος ήθελε να αγωνιστεί με τα χρώματα της εθνικής ομάδας δεν έπρεπε να παίζει στο εξωτερικό. Τόσο ο Σιμόν όσο και αρκετοί συμπατριώτες του πήραν μια δύσκολη και άδικη απόφαση όταν έφυγαν από την Κούβα για να κυνηγήσουν τα όνειρά τους και να διεκδικήσουν ένα καλύτερο μέλλον. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε και η αδερφή του, η άλλοτε διαγώνια του Άρη, Λιάνε Καστανιέδα Σιμόν.
Ποιος βγήκε χαμένος από όλο αυτό; Προφανώς η ίδια η Κούβα που είχε στα χέρια της μια χρυσή γενιά (Λεόν, Ιερεσουέλο, Σιμόν, Καμέχο, Χουαντορένα) – όπου αρκετοί πήραν ιταλική υπηκοότητα και χρειάστηκε να υπάρξει η τραγική υπόθεση του ομαδικού βιασμού Φινλανδής από Κουβανούς διεθνείς (Σεπέδα, Άλμπο, Σόσα, Ουριάρτε, Σιέρα, Γκαβιλάν) ώστε να αλλάξει η απαρχαιωμένη απόφαση της ομοσπονδίας.
Σε έναν μήνα ο Σιμόν κλείνει τα 35 του χρόνια και θα εξακολουθεί να αγωνίζεται στο υψηλότερο επίπεδο. Με σκληρές προπονήσεις, δίψα για διακρίσεις και πάνω από όλα με αίσθημα ικανοποίησης για όσα πέτυχε χωρίς να του χαριστεί τίποτα.