Κυριακή μεσημέρι, 6 Απριλίου. Μετά από έναν μουντρούχο μέχρι και χιονισμένο Μάρτιο, η Άνοιξη έχει αμολήσει έναν ήλιο ιχνηλάτη. Θέλετε μια Άνοιξη κανονική, ρε άνθρωποι, ναι ή ου;
Στη Γάζα η σφαγή συνεχίζεται, με τη Χαμάς να βιάζεται να πιστωθεί κάθε έκρηξη, από πλαστικά εκρηκτικά ως γκαζάκι, αρκεί να ‘χει σκοτώσει ακόμη κι αδέσποτο γατί, αν είναι αυτό να ‘χει ισραηλινή υπηκοότητα. Οι δε Κινέζοι ξεπαστρεύουν αβέρτα στο Θιβέτ όσους, μοναχούς και άλλους, τολμούν να σηκώσουν κεφάλι κατά της κατοχής. Οι απώλειες των Η.Π.Α. στο Ιρακ ανακοινώνεται επίσημα ότι φτάνουν τις 4.000, την ώρα που το γέρικο σκαρί του Μάθιου Νίμιτς αποχωρεί από τα Σκόπια χωρίς, όπως είναι αναμενόμενο, να έχει καταφέρει τίποτε στις επαφές που έχει αναλάβει με τους εκεί για το όνομα. Το ΛΑΟΣ δε χάνει την ευκαιρία να οργανώσει στη Θεσσαλονίκη συλλαλητήριο για την «ελληνικότητα» της Μακεδονίας, πατριδολαγνική απόπειρα το κλίμα της οποίας διαταράσσεται από την τραγική είδηση ότι ένα στρατιωτικό ελικόπτερο Χιούι συντρίβεται κατά τη διάρκεια εκπαιδευτικής πτήσης, με τους τρεις του πληρώματος να χάνονται άδικα, εντελώς αντιηρωϊκά.
Στην εσωτερική μας επικαιρότητα το μπαράζ απεργιών σε όλους τους κλάδους ενάντια στο νέο Ασφαλιστικό κυριαρχεί. Δημόσιο, Τράπεζες, ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ στους δρόμους, ενώ η ΔΕΗ πραγματοποιεί μια σειρά από ελεγχόμενα μπλακ άουτ που σπάνε τα νεύρα του κοινωνικού σώματος οριζοντίως. Μια συνολική εαρινή αναμπουμπούλα που δεν βελτιώνεται στο ελάχιστο από κωμωδιογραφήματα δημοκρατίας όπως το ότι ο Γιάννης Ραγκούσης εκλέγεται γραμματέας του ΠΑΣΟΚ ή ειμαρμένες προκεκριμένης αξιοσύνης, σαν το ότι ο Δημήτρης Μυταράς εκλέγεται μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Από το μπαλκόνι του βλέπει τα νερά του Σαρωνικού, μέχρι πέρα στην Πειραϊκή, ν’ αστράφτουν και κείνο το παλιό κομμάτι του Chris Rea αναπόφευκτα μπαίνει από μόνο του στου μυαλού το στριμωγμένο τζουκ μποξ. Το βλέμμα του πάει δεξιά. Οι οξείες γωνίες από τους κατακόκκινους κοιλοδοκούς του Καραϊσκάκη πάντα προειδοποιούν το μάτι ότι εκεί μέσα φιλοξενούνται μόνο συμβάντα υψηλής τάσεως. Η χρονιά της ομάδας – και η χρονιά η δική του- έχει υπάρξει μέχρι τώρα μια επικίνδυνη ραψωδία γεμάτη ανατροπές, αντιήρωες που σώζουν τη φάση, θεϊκές παρεμβάσεις, επικείμενους κινδύνους και μάχες μέχρις εσχάτων.
Κι έχουν φτάσει τώρα, όλα να αποστάζονται σ’ αυτή την Κυριακή, 6 Απριλίου.
Η πρώτη χρονιά της μετά Ριβάλντο τριετίας σε χρόνο μηδέν έχει αναδείξει νέους ήρωες.
Τον 27χρονο σίφουνα που ήρθε από τη Σαραγόσα με το 7 στην πλάτη Λουτσιάνο Γκαλέτι, ένα καθαρόαιμο που το θανατερό σπάσιμο μέσης, η σέντρα ξυραφιά και το ακαριαίο τελείωμα στις φάσεις κραύγασε από το πρώτο παιχνίδι ότι είναι φτιαγμένος από το θρυλικό dna που φέρει και το νούμερο της φανέλας: Καστίγιο, Γιαννακόπουλος…
https://athlosnews.gr/21-martiou-2001-mia-epiki-vradia-endon/
Τον Ντάρκο τον Κοβάσεβιτς, τον άνθρωπο που μας είχε αφαλοκόψει δύο φορές, πρώτα το 2000 με τη Γιουβέντους στο Ουέφα και μετά το 2003 με τη Σοσιεδάδ. Τώρα στα 34, ενώ είχε έρθει για μπακ – απ του Κωνσταντίνου, τον εξαφάνισε τον Κύπριο για πλάκα από την αρχική ενδεκάδα, με κείνες τις ύπουλες, διαγώνια αιφνιδιαστικές κινήσεις στην πλάτη των στόπερ, σαν γέρικος λύγκας ανάμεσα σε ανύποπτα λαγουδάκια. Κάρφωνε τα τεμάχια στα δίχτυα το ένα μετά το άλλο, κραδαίνοντας τη γροθιά του στον αέρα μ’ ένα σαρδόνιο μορφασμό προγναθισμού.
Το ταυρί από το Κονγκό, ο Τρεζόρ Λομάνα Λούα Λούα με την τριζάτη επιτάχυνση, τη δύναμη στο τζαρτζάρισμα και το άτσαλο τελείωμα που σε κρατούσε όμως εκείνα τα κρίσιμα δευτερόλεπτα στην τσίτα (θα το ζωγραφίσει; Θα χάσει το βηματισμό; Θα πάει να περάσει κι έναν ακόμη και θα βγει κι ο ίδιος άουτ;).
Ο βγαλμένος από ταινία με συμμορίες skinheads που σπρώχνουν κρακ σε προάστια της Κόρδοβα, Κριστιάν Λεντέσμα, ο «Λύκος» με τ’ όνομα, ο προορισμένος να ξεστρώνει το χαλί του αντιπάλου, παρενοχλώντας με απροκάλυπτο θράσος όποιον πήγαινε να σηκώσει κεφάλι για να μοιράσει μπάλα.
Λίγο μετά τα Χριστούγεννα, στην μεταγραφική περίοδο του χειμώνα, το κοντοπίθαρο παιχτρόνι της Ρίβερ Πλέιτ, ο 24χρονος – επίσης Αργεντίνος- με το κατσιασμένο κοτσιδάκι Ολλανδού τουρίστα μετά από μια βδομάδα αϋπνίας στην Αντίπαρο, Φερνάντο Μπελούτσι.
Και από τον Λεβαδειακό, ο 27χρονος Σλοβένος Μίρνες Σίσιτς, ένας ελαφρώς σιτεμένος, γκρινιάρης κωλοπαιδαρίων, ο αντίπαλος που δε θα ‘θελε κανείς να έχει σε διπλό αλάνας – φουλ στη ντρίμπλα και στη διαμαρτυρία ότι «τονε σκοτώξανε».
Με τον Τάκη Λεμονή στον πάγκο και με τεχνικό διευθυντή τον Ίλια Ίβιτς, η ομάδα για πρώτη φορά είχε πραγματικά χτιστεί για να κάνει βήματα μπροστά στην Ευρώπη. Και τα έκανε. Η ισοπαλία με τη Λάτσιο στο άδειο μας γήπεδο έδωσε τη θέση της στη μεγαλειώδη βραδιά της Βρέμης, όπου αφού γλυτώσαμε το 2-0 ένα κάρο φορές, τελικά το χρωστούμενο χρόνια ολόκληρα θείο άγγιγμα της ποδοσφαιρικής εύνοιας που θα μας επέτρεπε μια εκτός έδρας νίκη ήρθε και μας στεφάνωσε μεγαλοπρεπώς.
Όπως την επόμενη μέρα είχε πει στο Τηλεάστυ ο Γιώργος ο Γεωργίου «έφτασε στο σημείο ο Ολυμπιακός να με κάνει να εκσπερματώσω πέντε κουταλιές της σούπας – τίν΄αυτό το πράμα ρε;». Ακολούθησε η επική εμφάνιση στο Μπερναμπέου, όπου ντυμένοι με ολοκόκκινα και παρ΄ότι μείναμε με 10 παίκτες από τα πρώτα λεπτά, πέσαμε με τα μούτρα σ΄ ένα πρέσινγκ σε κάθε σπιθαμή του γηπέδου και καταφέραμε να γυρίσουμε το 1-0 σε 2-1 λίγο μετά το ξεκίνημα του δεύτερου ημιχρόνου. Τί σημασία να’χε το τελικό 4-2, αφού μέχρι τέλους είχαμε με απίστευτο θάρρος στριμώξει το θηρίο μέσα στο κλουβί του.
Αν μάλιστα τα ακροδάχτυλα του Κασίγιας αργούσαν λίγα δέκατα του δευτερολέπτου να εκτρέψουν κείνη την κεφαλιά του Κοβάσεβιτς στο τέλος, θα’ χαμε φύγει με το 3-3. Δυό βδομάδες αργότερα, η ηρωική υπεράσπιση της εστίας μας, μέσα με τη Ρεάλ. Δημιουργικά άδειοι λόγω των τραυματισμών, τον ανασυρμένο ως συνήθως από τα βάθη του πάγκου Τάσο Πάντο βεντούζα πάνω στον Ρομπίνιο και αριστερό χαφ τον… Ροντρίγκο Αρτσούμπι, με δαγκωμένη την ταυτότητα σ’ ένα μηδέν – μηδέν με υπεράνθρωπη άμυνα, πανηγυρίσαμε σα νίκη, απέναντι στους Σνάιντερ, Ραούλ, Φαν Νίστελρόι. Για να έρθει ο Βεζούβιος του 3-0 επί της Βέρντερ, σε μια αξέχαστη βραδιά, μες τον γίγαντα Ιεροκλή Στολτίδη να βάζει στα δίχτυα τους Γερμανούς. Τα Χριστούγεννα, έχοντας νικήσει και την ΑΕΚ με κεφαλιά του Ντάρκο Κοβάσεβιτς δυόμισυ βήματα παρακεί από το απελπισμένο χέρι του Σωκράτη Παπασταθόπουλου, όλα έδειχναν ότι παρακολουθούσε μια χρονιά ανεπανάληπτη.
Mε την κλήρωση στους 16 του Champions League να μας φέρνει στο δρόμο μας την Τσέλσι του Αμπράμοβιτς, τα μυαλά μας είναι παραφουσκωμένα, για πρώτη φορά τόσο πολύ από το 1998/99, όταν περάσαμε απ’ τον όμιλο. Όμως η μπάλα που παίζουμε εντός συνόρων αγκομαχά. Στις άμυνες πούλμαν που κατεβαίνουν στο Καραϊσκάκη η απάντηση είναι οι σέντρες προς τον Ντάρκο και οι επελάσεις του Γκαλέτι και του χαλκέντερου, αλλά σκασμένου, Τζόλε. Η μόνη αποφασισμένη να μας νικήσει ομάδα, ο ΠΑΟ του Πορτογάλου Πεσέιρο, παραμονές των εκατοστών του γενεθλίων, έρχεται στο Καραϊσκάκη και μας εκθέτει. Θα χρειαστεί να χάσει ασύλληπτα τετ-α-τετ και πέναλτι για να μείνει το 1-1, σ’ ένα Καραϊσκάκη που κοχλάζει από ανησυχία γι’ αυτό που βλέπει και επιθυμία για νίκη.
Τρεις μέρες αργότερα, 16 Ιανουαρίου, η επιθυμία θα κάνει το θαύμα της, καθώς στον μονό αγώνα Κυπέλλου με τους βάζελους, όλα θα πάνε μυστηριωδώς κατ’ ευχήν. Μέσα από την έκσταση της κούρσας του Πάντου από τα δεξιά και του βολ πλανέ – οβίδα του Νούνιες, όσοι έχουμε μάθει να διαβάζουμε την ομάδα, το βλέπουμε καθαρά: έχουμε γίνει μια ποδοσφαιρική οντότητα που φτιάχτηκε από πλούσια, κάπως ανισομερώς παραγγελμένα υλικά, για ειδικό σκοπό (να παίξει με αλληλοκάλυψη και δύναμη στην Ευρώπη), η οποία χάρις στην φυσιογνωμία και τις εμπειρίες μεμονωμένων παικτών, έχει μάθει να συναφυπνίζεται, να συσπειρώνεται πίσω και να χτυπά σαν κόμπρα στις αντεπιθέσεις.
Γι’ αυτό και το 4-0, αυτόν τον μεγαλωμένο με Αναστόπουλο – Μητρόπουλο – Φούνες – Προτάσοφ, δεν τον ξεγελάει. Κάτω απ’ τις παράλογες προσδοκίες, νιώθει κάτι απροσδιόριστο, κάτι δυσοίωνο να ετοιμάζεται να σηκώσει το ασχημομούρικο κεφάλι του. Η ΑΕΚ, με τον Ριβάλντο δικό της να της δίνει άχαρα αλλά εύκολα τους πόντους που, παίζοντας σχεδόν μόνος του έδινε στο Θρύλο πέρσι, είναι πάντα επικίνδυνη. Ο ΠΑΟ είναι δυνατός αλλά κατατρώγεται με εσωτερικά εξωαγωνιστικά θέματα, τα οποία η τεσσάρα μας τα έχει μεταμορφώσει σε τέρατα με δόντια κοφτερά. Θέλει, λέει, μια πολυμετοχική επιτροπή να αναλάβει να αγοράσει την ομάδα από τον Βαρδινογιάννη, για να «ξανακάνει τον ΠΑΟ μεγάλο».
3 Φεβρουαρίου στο Καυτατζόγλειο, με την Καλαμαριά, η ομάδα σέρνεται. Σα να μη φτάνει ότι έχει αποδεχθεί το 0-0, στο τελευταίο λεπτό ο Μπάρκογλου με κεφαλιά ζωγραφίζει τον Νικοπολίδη. Μια απρόσμενη ήττα που κανείς δεν μπορεί να φανταστεί τις συνέπειες που θα έχει. Η ΑΕΚ ανεβαίνει στην κορυφή της βαθμολογίας για πρώτη φορά, όμως αμέσως μετά το παιχνίδι, ξεκινούν κι εδραιώνονται οι φήμες ότι ο σέντερ φορ της Καλαμαριάς, ο Αυστριακός Βάλνερ, απόκτημα του Δεκεμβρίου, συμμετείχε, λέει, αντικανονικά στον αγώνα, γιατί μέσα στην ίδια σεζόν είχε αλλάξει τρεις ομάδες. Απευθείας, το ματς, με ένσταση του Ολυμπιακού, θεωρείται ότι «κερδήθηκε στα χαρτιά», οπότε η βαθμολογία ξεκινά να μπαίνει σε εκκρεμότητα, εξαρτώμενη από το αν και πότε «η υπόθεση Βάλνερ θα τελεσιδικήσει», πρώτα στην επιτροπή της ΕΠΟ και μετά στο διεθνές όργανο CAS, όπου διαδίδεται ότι θα το πάνε οι αντίπαλοί μας «μέχρι την τελική τους δικαίωση».
Σαν κάποιο αόρατο χέρι να θέλει να τιμωρήσει τους αντιπάλους, η ΑΕΚ χάνει 3-2 μέσα στο ΟΑΚΑ από τον Πανιώνιο με γκολ από Τζιμπούρ και Χούτο και το Σάββατο 9 Φεβρουαρίου χάνει και στη Λάρισα με γκολ του Ζουράφσκι. «Αν είναι αλήθεια όλα τα περί ένστασης, είμαστε ακόμη πρώτοι εμείς», σκέφτεται. Την επόμενη μέρα, Κυριακή 10 Φεβρουαρίου παρακολουθεί από την τηλεόραση την τέσσερα του Θρύλου στη Νέα Σμύρνη, όμως αντί να ησυχάσει, είναι ανήσυχος.
Γιατί ενώ βρίσκεται αραχτός στον καναπέ, διαπιστώνει με έκπληξη κάτι ανυποχώρητα στρογγυλό θαμμένο στην αριστερή του κλείδα. Οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές. Οι γιατροί σκυθρωποί και με λόγο κοφτό και επείγοντα. Χειρουργείο, βιοψία και βλέπουμε. Για πρώτη φορά νιώθει στην κυριολεξία να χάνεται η γη κάτω απ’ τα πόδια του, αυτό το διαρκές εφιαλτικό συναίσθημα ναυτίας, απώλειας ισορροπίας, αδυναμίας και απροθυμίας να συλλάβεις τα μοιρία μεγέθη, που έρχονται με την ορμή τριαξονικού καταπάνω σου, χωρίς ποτέ να είσαι προετοιμασμένος. Το ότι στις 12 Φεβρουαρίου, η ΑΕΚ αλλάζει τον προπονητή Λορένθο Σέρα Φερέρ (την ισπανική βερσιόν της φιγούρας στο λόγκο για τα «ΠΑΙ-ΧΝΙ-ΔΙΑ ! ΜΟΥ-ΣΤΑ-ΚΑΣ!») με τον θεοσεβούμενο (πρώην καταταλαιπωρημενο από τους Τζιοβάνι – Γιαννακόπουλο – Οφορίκουε – Γκόγκιτς) Χρήστο Κωστένογλου δεν τον ενδιαφέρει παρά ελάχιστα. Βλέπει το αγχωτικό 1-0 με τον Εργοτέλη ντυμένος με τη γαλάζια ρόμπα του χειρουργείου, με τα σωληνάκια καρφωμένα παντού πάνω του και μια ουλή αριστοτεχνικά φιλοτεχνημένη στη βάση του λαιμού.
«Γιατρέ, πες μου αλήθεια, τί πιθανότητες έχω;».
«Πολύ περισσότερες απ’ όσες έχουμε να κερδίσουμε την Τσέλσι την Τετάρτη».
«Να πάω, ή … δεν πρέπει;»
«Μπορείς και πρέπει».
19 Φεβρουαρίου, με την Τσέλσι στο Καραϊσκάκη, οι κόμποι ανεβαίνουν στο λαιμό του ο ένας μετά τον άλλον. Η ενδεκάδα που αναγγέλλεται από τα μεγάφωνα με τα «Όλε» και τα «Ο-Λυ-Μπιακός!», η είσοδος της ομάδας, το χειροκρότημα, το αυτόματο τίναγμα σε όρθια θέση. Το σεντόνι που τινάζεται. Κι αν είναι η τελευταία φορά που βλέπει από κοντά Τσάμπιονς Λιγκ; Το τελικό 0-0 έρχεται με αυτοθυσία, τύχη, με το μαχαίρι στα δόντια. Νιώθει πως ό,τι και να γίνει, Βάλνερ – ξεΒάλνερ, είναι περήφανος για τα κάκαλα της ομάδας του. Για τον ηρωικό Πάντο που οργώνει την αριστερή πλευρά, μοιράζοντας αγκωνιές στον Τζο Κόουλ, για τον Στολτίδη που ξέπνοος τινάζεται να διεκδικήσει κεφαλιές από Λάμπαρντ και Ντρογκμπάδες, τον Νικοπολίδη που στέλνει με το βλέμμα τα σουτ του Ανελκά λίγο άουτ.
Με το που μπαίνει ο Μάρτιος όμως, αρχίζουν τα δύσκολα. Η χημειοθεραπεία ξεκινά. Οι πολυθρόνες οδοντιάτρου, οι οροί με το ύπουλα διάφανο διάλυμα, ο καθετήρας, οι στωϊκευγενικές νοσοκόμες – ό,τι πλησιέστερο σε άγγελο επί της γης. Η μεταλλική γεύση, το ξάναμμα, οι ναυτίες. Οι ώρες της αναμονής, οι αθλητικές εφημερίδες στις οποίες διαβάζει μέχρι και τα σκορ του γυναικείου πρωταθλήματος χάντμπολ, για να ροκανίσει το χρόνο και να τελειώσει η θεραπεία. Γκέλα με τον Αστέρα Τρίπολης 1-1 στο Καραϊσκάκη.
Τριάρα προδιαγεγραμμένη από την Τσέλσι στο Λονδίνο και αποκλεισμός (αχ εκείνο το τούβλο του Μπελούτσι, θα ‘ταν ένα έξοχο γκολ της τιμής, αλλά το εμπόδισε το δοκάρι του Τσεχ!). Μπορεί να κερδίζουμε τον Ηρακλή στο Κύπελλο, όμως στην αναμέτρηση κορυφής που όλοι περιμένουν, εκεί που πρέπει να μη χάσουμε, για να ακυρώσουμε το «ηθικό πλεονέκτημα» της ΑΕΚ, το ότι είμαστε πρώτοι «επειδή πήραμε ένα ματς στα χαρτιά», μας σαρώνουν. Στις 30 του Μαρτίου, τρώμε μια ξεγυρισμενη τεσσάρα μέσα στο ΟΑΚΑ και γινόμαστε θρύψαλα. Ο Ριβάλντο κάνει την κίνηση με τα τέσσερα δάχτυλα και σβήνει έτσι οριστικά το όνομά του από το νου των πραγματικά Ολυμπιακοφρόνων.
«Είμαι πεθαμένος απ’ την κούραση» βγαίνει και δηλώνει ο Τζόρτζεβιτς.
Πόσο τον νιώθει τον αρχηγό. Με τη χημεία να ρέει στο αίμα, τα μαλλιά ν’ αδυνατίζουν και την πρώτη αξονική να έρχεται να εξισορροπήσει κάπως την αγωνία, κι εκείνος νιώθει χώμα, όμως κρατιέται μέσα σε όλες τις υποχρεώσεις. Ορθοστασία, αγόρευση, γράψιμο μέχρι αργά, είναι μέρες που νιώθει καλά, άλλες που δεν μπορεί να σηκωθεί το πρωί. Η νίκη εκτός έδρας στη Λιβαδειά και το πέρασμα του Θρασύβουλου στο Κύπελλο σε διπλά παιχνίδια φέρνουν κάποια αίσθηση σταθερότητας. Πεθαμένοι, αλλά όπως ο Ελ Σιντ, ακόμη πρώτοι και όρθιοι πάνω στο άρμα. Ο μόνος σκοπός, να κόψουμε το νήμα πρώτοι. Η ΑΕΚ, έχοντας νωρίτερα από το μεταξύ μας παιχνίδι έρθει ισόπαλη με ΠΑΟ και με Άρη παραμένει τυπικά πίσω από μας δύο πόντους, ενώ, με τρεις αγωνιστικές να απομένουν μέχρι το τέλος, παίκτες και παράγοντές της, με πρώτον τον Ντέμη μιλούν για «μαθηματικές ελπίδες» να πάρουν το πρωτάθλημα, έχοντας εμμέσως αποδεχθεί το νομότυπο της απόφασης που μας έδωσε τον αγώνα στα χαρτιά.
Όλα λοιπόν φαίνεται ν’ αποστάζονται σ’ αυτό το μεσημέρι της 6ης Απριλίου 2008, στον ύποπτα επικίνδυνο εντός έδρας αγώνα με τη Λάρισα. Μετά Ξάνθη εκτός, Ηρακλής μέσα και τέλος. Εύκολο; Με τίποτα.
Η Λάρισα, με τον βάζελο Γιώργο Δώνη στον πάγκο, που της είχε δώσει πέρσι το Κύπελλο θέλει νίκη για να μπει στην πεντάδα και να παίξει στα νεοσύστατα πλέι οφ. Έχει, δε, μούτρα πεπειραμένα στην ομάδα: ο πάλαι ποτέ δικός μας Νίκος Νταμπίζας, ο Τούρκος Μετίν, ο γυρολόγος Σαρμιέντο, ο αδικοχαμένος Μπαχράμης και οι πολύ φορμαρισμένοι Κλέιτον (ο Βραζιλιάνος), Φωτάκης και Ιγκλέσιας. Όποιος δε βλέπει τον κίνδυνο, είναι γκάβακας.
Τυλίγεται με το κασκόλ του πρωταθλήματος του ’99 και κατεβαίνει για το τραμ. Ό,τι είναι να γίνει, θέλει να το δει από κοντά. Αν το χάσουμε, ας είναι – άξιζε την πάλη ολόκληρη η χρονιά. Αν το κερδίσουμε κι αυτό, θα ‘ναι άθλος, που θα τον έχει πραγματοποιήσει η φανέλα, η συσπείρωσή μας και ιδίως η κλάση των παιχτών μας, ο εγωϊσμός τους. Τί πάει να πει «στα χαρτιά»; Δίκαιο δεν ήταν και το πρωτάθλημα του ’79;
Ανεβαίνει τα τσιμεντένια σκαλιά της 16, κι ανοίγεται μπροστά του ένα Καραϊσκάκη γεμάτο λιακάδα, επιθυμία αλλά και ανασφάλεια. Θ’ αντέξουμε μετά από μια τέτοια εξοντωτική χρονιά; Στον πάγκο, μετά την αποχώρηση Λεμονή, υποχρεωτική μπας και με κάποιο ηλεκτροσόκ σωθεί το πρωτάθλημα, έχει ξεμείνει ο βοηθός του, ο Ισπανός Χοσέ Σεγκούρα. Μεθοδικός, λένε, προπονητής των τσικό, έχει μια φάτσα συνοφρυωμένου κι αγούσταρου υποθηκοφύλακα που θέλει να κρύψει όσο καλύτερα γίνεται ότι δεν σκαμπάζει την τύφλα του για το πού πέφτουν μέσα στο μαγαζί του οι τόμοι μεταγραφών και πού οι τόμοι βαρών. Παίζουμε, λοιπόν, χωρίς προπονητή στον πάγκο, δηλαδή δεν θα πάρουμε βοήθεια με βάση κάποιο σχέδιο. Ό,τι κάνουν οι βασικοί μας.
Νικοπολίδης στο τέρμα, στην καλύτερη χρονιά του σε μας, να έχει πιάσει τρία πέναλτι που έδωσαν όλα βαθμούς. Δεξιά Πάντος, αριστερά ο Βραζιλιάνος Λεονάρντο, μια ακόμη αμφισβητήσιμης χρησιμότητας προσθήκη του Δεκέμβρη στη θέση του υποτιθέμενου σταρ της άμυνας, του Ραούλ Μπράβο που είχαμε πάρει από τον πάγκο της κανονικής Ρεάλ το καλοκαίρι, ο οποίος όμως έχει αποδειχθεί τεμπέλαρος. Κέντρο άμυνας Άντζας και Ζεβλάκοφ, με τον ψηλολέλεκα Σέζαρ να μένει στον πάγκο. Μπροστά τους Λεντέσμα δεξιά και Στολτίδης αριστερά. Επιθετικό χαφ ο κοτσιδάκιας ο Μπελούτσι, δεξί εξτρέμ Γκαλέτι, αριστερά ο Τζόλε, στην κορυφή ο –για κάποιο λόγο κουρεμένος πλέον γουλί- Ντάρκο Κοβάσεβιτς. Ή πέφτεις και σωριάζεσαι, ή φτάνεις μέχρι το τέλος μ’ αυτούς, τους ίδιους που έχουν βγάλει όλη τη χρονιά. Πολύ αργά για άλλους ήρωες. Κάθεται στ’ αναμμένα κάρβουνα, όπως κι όλο το ερυθρόλευκο πλήρωμα της κερκίδας, μεσημεροαπόγευμα αυτής της 6ης Απριλίου.
1ο λεπτό, σέντρα του Γκαλέτι, κόβει ο Νταμπίζας, ξανά σουτ ο Γκαλέτι στα χέρια του Κηπουρού. Μπαίνει ο Λεονάρντο από αριστερά, σεντράρει άτσαλα, σουτ σκαστό του Γκαλέτι, έχουμε μπει δυνατά. «Πάμε, πάμε !», φωνάζει με τις φλέβες πεταμένες στο λαιμό ο κυρ-Μάνος δυό θέσεις στ’ αριστερά του. Η Λάρισα έχει έρθει για τη ζημιά. Συρτό σουτ – φάουλ του Μετίν, ζορίζει τον Νικοπολίδη που μετά από λίγα λεπτά παίρνει κίτρινη κόβοντας τον Ζουράφσκι που επελαύνει, λίγο πριν μπει στην περιοχή.
Σουτ μακρινά, ένα του Λεντέσμα, το πιάνει ο Κηπουρός. Ένα του Στολτίδη, τζούφιο, είναι κατάκοπος. Έχουνε κλείσει γύρω – γύρω την περιοχή και την περιφρουρούν. Είμαστε με την τελευταία βενζίνη στο ντεπόζιτο, απεγνωσμένοι, η σάρκα πρόθυμη, αλλά δε φτάνει. Φάουλ στον Μπελούτσι, δεύτερη κίτρινη στον Ιγκλέσιας με τη στέκα, μένουν με δέκα. Το χτυπάει ο Τζόρτζεβιτς, οριζόντιο δοκάρι. Το «αΑΑΑΑΧ» περισσότερο αγωνίας από εντυπωσιασμού. Ο Ιέρο κόβει στο κέντρο με σκροπ που σημαδεύει μπροστά τον Γκαλέτι. Κατεβάζει, φεύγει μόνος του. Είναι στη θέση του, θέση λουκούμι, μέσα δεξιά, σουτ συρτό … δοκάρι, κάθετο !
Το γήπεδο σείεται. Μέσα στις φλέβες του, χημεία, αίμα, μνήμες, αναδεύονται βίαια. «Ο-ΛΥ-ΜΠΙ-ΑΚΟΣ!». Τώρα είναι που πρέπει να φωνάξουμε. Τώρα είναι που πρέπει ν’ ακουστούμε ! Τώρα είναι που πρέπει να παίξουμε κι εμείς !
Και ξάφνου, το ηλιόλουστο απόγευμα απόγευμα παίρνει απότομα ένα σκιερό χρώμα. Βολέ του Κηπουρού, δυνατό, χάνει την κεφαλιά ο Άντζας, με τη μία βγαίνει μπροστά ο Μετίν, με τον Ζεβλάκοφ στα δύο μέτρα μακριά. Την αφήνει και σκάει μπροστά του, παίρνει τα μέτρα, σουτάρει με το αριστερό κουντεπιέ. Η μπάλα διαγράφει μια ασύλληπτη, καμπυλωτή τροχιά στα γεμάτα και πέφτει με φόρα στα δίχτυα μας. Ο Νικοπολίδης, που είχε πάει να βγει, χτυπιέται, ενώ δεκαπέντε περίπου δευτερόλεπτα δύσκολα αυτοσυγκρατούμενου φόβου απλώνονται στην κερκίδα σαν αόρατο ντόμινο. Να είναι άραγε έτσι το φετινό τέλος; Άντε βάλ’ τους τώρα αυτούς από κάτω.
Το γκολ του Μετίν
Στο ημίχρονο, προσπαθεί με κόπο να φιλοσοφήσει. Δεν πειράζει, είναι λογικό. Φέτος η ΑΕΚ έπαιξε με μεγαλύτερη συνέχεια. Ναι, αλλά δεν είχε Τσάμπιονς Λιγκ. Δεν πειράζει, αν είναι να ‘ρθει, ας χάσουμε το πρωτάθλημα, όλοι μαζί, έτσι, ενωμένοι, δίνοντάς τα όλα. Φέτος είδαμε να γίνονται πραγματικότητα οράματα χρόνων. Είδαμε διπλά, ανατροπές, 4άρα στο βάζελο, να παίζουμε στα ίσα τη Ρεάλ δύο φορές. Δεν πειράζει.
Όχι. Όπως με άγρια χαρά διαπιστώνει, τους παίχτες φαίνεται να τους πειράζει. Στο δεύτερο ημίχρονο τη θέση του Λύκου Λεντέσμα έχει πάρει ο Μίρνες Σίσιτς, σε μια προσπάθεια να παίξουμε και με δεύτερο επιθετικό, πιο ανακατωσούρα, μπας και ραγίσει το τείχος που έχει υψώσει η Λάρισα. Μπαίνουμε πάλι δυνατά. Όλοι στις κερκίδες όρθιοι. Σεντράρει βαθιά από θέση μέσα δεξιά ο Ζεβλάκοφ. Ο Ντάρκο ξέρει ότι με τον οξυζεναρισμένο Γερμανό Φέρστερ κολλημένο πάνω του, την κεφαλιά δεν την στέλνει στο τέρμα. Με υπερένταση τινάζει το σαγόνι και τη στέλνει με μια πιρουέτα και πιεζόμενος στον αέρα προς τα πίσω. Εκεί βρίσκεται ο Σίσιτς. Την κολλάει στο δεξί, την πασάρει στο αριστερό του. Μπροστά του το άλλο μπακ, ο Κατσιαρός. Τη μαζεύει με το εσωτερικό φτυαριστά, σα να’ ναι το πόδι του μπαστούνι του χάι – αλάι, μισό μέτρο διαγώνια και προς τα έξω, κίνηση κλασικούρα για τους παίχτες που τη δίνουν «μόνο από το αριστερό πόδι στο δεξί» και τη σουτάρει με μίσος με κείνο το κίτρινο αριστερό του Nike στην απέναντι γωνία του Κηπουρού που έχει μείνει όρθιος. 1-1 !!!
Η ισοφάριση του Σίσιτς
Την κοφτή αγροίκα κραυγή «γκολ» την άκουσε να βγαίνει από μέσα του σα να την έσπρωχνε προς τα έξω ένας άλλος, καλά κρυμμένος εαυτός.
Βλέπει τον Τζόλε να σκαρφαλώνει πρώτος στους ώμους του Σίσιτς και τον χτυπάει για επιβράβευση στο στήθος, να λάμπει η καράφλα από ανακούφιση του αρχηγού. Και το κωλόπαιδο ο Σλοβένος τί κάνει; Ανοίγει ψύχραιμα τα χέρια προς την εξέδρα με ύφος απορημένο, μας κοιτάει με θράσος, μ’ ένα «Ε, μα τί περιμένατε, αφού δε μ’ έβαζε μέσα. Αφού δεν ήμουν αρκετά καλός για Ολυμπιακό. Ε; Ε;».
«Κι έχουμε ακόμη μπροστά μας μισή ώρα».
Στο μεταξύ, οι αυτόκλητοι αναμεταδότες του τί γίνεται στο Ο.Α.Κ.Α., όπου παίζει ΑΕΚ – Εργοτέλης, βεβαιώνουν: «Κερδίζει η ΑΕΚ 3-1». Δεν θα υπάρξουν δώρα από πουθενά.
Δεν έχει τελειώσει τίποτε, καθώς η κόπωση στους δικούς μας παραμένει εμφανής και οι του Δώνη παραμένουν αγριεμένοι. Ο Κλέιτον φεύγει στην αντεπίθεση από δεξιά και είναι μόνος του. Ο Τάσος ο Πάντος με υπερπροσπάθεια σκαρφαλώνει στον ώμο του, δεν πρέπει να τον περάσει, δεν πρέπει. Τον γκρεμίζει. Δεύτερη κίτρινη, κόκκινη. Βγαίνει από το γήπεδο, απέναντι, κάτω από τους επισήμους, με σφιγμένα χείλη, βέβαιος πως έκανε το καθήκον του. Δεν γινότανε ν’ αφήσει μόνο του τον Βραζιλιάνο.
Ο Δώνης βλέπει ότι δεν έχουμε εύκολα γυρίσματα και με το δεξί μας μπακ έξω, ρίχνει μέσα τον 31χρονο Ιμπραήμ Μπακαγιόκο, έναν Ιβοριανό Μασάι σέντερ φορ που έχει περάσει από Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία. Παίρνει επίκαιρες θέσεις, η άμυνά μας ανακατώνεται, ο χρόνος τρέχει, το άγχος βαράει στα μηνίγγια, καθώς ένα τέταρτο ακριβώς πριν το τέλος, ο Σαρμιέντο έχει την μπάλα στο ύψος της περιοχής και με τους σέντερ μπακ μας λαχανιασμένους, κόβει δεξιά του στον επερχόμενο Μπακαγιόκο.
Κρατάει σφιχτά το κασκόλ του πρωταθλήματος του ’99 και την ανάσα του. Τέλος, πάει, το ‘βαλε.
Όμως, παρά το τέλειο αρχικό κοντρόλ, όλη η εξέδρα γίνεται μάρτυς στα πρώτα, αχνά ίχνη μιας θεϊκής παρέμβασης. Ο Μπακαγιόκο από το πουθενά γλιστράει, σουτάρει βιαστικά και ο Νικοπολίδης διώχνει με τα γόνατα. Κι εκείνος γίνεται ένα με όλο το γήπεδο που συνεγείρεται στη θέα του μοιραίου. Αφού δεν το φάγαμε κι εδώ, εμείς θα το βάλουμε, εμείς. Ένα γκολ, ένα πρωτάθλημα.
«Πάμεεεεεε !!!».
Ο Σίσιτς έχει δυνάμεις από αριστερά, σεντράρει, όμως τα μπακ έχουν κλείσει τον Κοβάσεβιτς. Στο βάθος αριστερά βλέπουμε να σηκώνεται βιαστικά ο Μήτρογλου. Θα πάρει τη θέση του Φερνάντο Μπελούτσι.
«Αντε ρε Μπελούτσι, άμα δώσαμε τόσα λεφτά μόνο για το ένα σου πόδι, Να σε γυρίσουμε πίσω», φωνάζει σαν τον πρώτον του χορού μιας ακόμη άγραφτης ερυθρόλευκης τραγωδίας από δίπλα ο 50άρης φαρμακοποιός. Ο Κώστας ο Μήτρογλου, ο 20χρονος λαζογερμανός που τον είχε τσιμπήσει ο Θρύλος το καλοκαίρι από τα δεύτερα της Γκλάντμπαχ (είχε παίξει καλά και στο Ευρωπαϊκό Νέων με την Εθνική) έχει την κλασική κοψιά άψητου κάγκουρα. Μελαχρινός, ψηλόλιγνος, με ελαφρά κύρτωση, γλαρό μάτι και μισάνοιχτο στόμα. Έχει μπει αλλαγή κάτι λίγες φορές στο πρωτάθλημα κι έχει βάλει ένα γκολ στο Κύπελλο με τη Ρόδο. Είναι, λέει, «εξελίξιμος».
«Μα, βάζεις το τρίτο σου σέντερ φορ; Λευκή πετσέτα πετάει, Παναγίαμουουου !»
Όλα μέσα. Όλοι μέσα. Μόνο που αντί κάτι να λειτουργήσει, η Λάρισα φεύγει στην αντεπίθεση διαρκώς και διανέμει το ένα εγκεφαλικό μετά το άλλο. Σουτ ελεύθερο του Κλέϊτον, ευτυχώς άουτ. Μπαίνουμε στο τελευταίο πεντάλεπτο, αντεπίθεση η Λάρισα τρεις με δύο, Κλεϊτον από δεξιά, αλλάζει για Φωτάκη αριστερά, ο Ζεβλάκοφ τρέχει αριστερά και δεξιά σαν πουλόσκυλο μην ξέροντας πού να πρωτοκαλύψει. Ο Φωτάκης στρώνει στον ολομόναχο Μπακαγιόκο. Ο ορισμός του τετ α τετ. Στην εξέδρα κλείνουν μάτια, δαγκώνουν δάχτυλα, γυρίζουν πλάτες. Δύο μέτρα αριστερά από τη βούλα του πέναλτι, ο Ιβοριανός τη σουτάρει στα πουλιά.
Ένα ουφ σαν εκατό χιλιάδες επιφωνήματα απαλλαγής από δυσεντερία γεμίζει τον αέρα. Είμαστε ακόμη ζωντανοί. Είμαστε;
Όταν τίποτε πια δεν υπάρχει να χαθεί, όταν πλησιάζει το ενενήντα και θες ένα γκολ, όταν παίζεις όλη χρονιά σε δυό λεπτά, όταν όλο σου το γήπεδο, όλοι σου οι άνθρωποι, ενώνουν την επιθυμία τους με τα μάτια καρφωμένα στον ιερό σου χλοοτάπητα, αυτόν που προσκυνούν πιο τακτικά από κάθε εκκλησία κι επιθυμούν ο καθένας από τους τριάντα χιλιάδες που είναι μέσα νά’ βρισκε τρόπο, να τρυπώσει, να μπει αυτός, ο ίδιος, με τα σκαρπίνια ή τα ωλ σταρ του, μέσα και να βάλει ο ίδιος τη μπάλα στα δίχτυα, τότε ναι. Μπορεί αυτή η θέληση, αυτή η βούληση, τεράστια σαν αόρατο, πανίσχυρο κύμα, να υλοποιήσει και μια ακόμη, την τελική, θεϊκή παρέμβαση.
Αυτήν που κάνει τον Μίρνες Σίσιτς, από καθαρόαιμο ποδοσφαιρικό τεντυμποϊσμό να συγκρατήσει τη μπάλα στο μαρκάρισμα του 5 της Λάρισας κάτω από το κέντρο. Να παραπατήσει, να την προστατεύσει, να την πάρει μαζί του δέκα μέτρα πάνω στη γραμμή του αράουτ με φάτσα προς το τέρμα μας..
«ΈΕΕΕΕ ! Παρ’ τ΄απ’ την άλλη, Μίρνεεεες !!!» ουρλιάζει ο χορός.
Εκείνος όμως δεν χρειάζεται κανέναν χορό, κανένα χορικό και καμιά παραίνεση. Γιατί στο δικό του το ποδόσφαιρο, αυτό που έχει μέσα στο κεφάλι του, η θεϊκή παρέμβαση έχει συντελεστεί σαν εμβόλιο, πολλά χρόνια πριν, πριν το συνειδητό του ακόμη μορφοποιηθεί. Όταν έπαιζε στις βομβαρδισμένες γειτονιές του Τσέλιε, μιας ασήμαντης κωμόπολης στα σύνορα των τόπων που αργότερα ονομάστηκαν Βοσνία Ερζεγοβίνη και Σλοβενία. Εκεί που δεν είχε σημασία ούτε το πόσα λεπτά απέμεναν –για όλους ο πόλεμος ήταν που κρατούσε το χρονόμετρο- ούτε ποιός ήταν ο αντίπαλος – για όλους ήταν ο χρόνος, που λιγόστευε όσο εκείνος και οι ανήλικοι συμπαίκτες του δεν κατόρθωναν να αποδράσουν απ’ της φτώχιας τα συντρίμμια. Αλλά το να κάνουν με την μπάλα κάτι δικό τους. Κάτι ωραίο.
Στρίβει λοιπόν ο Σίσιτς προς τη σωστή πλευρά. Κι ενώ κανείς δεν μπορεί να δει αυτό που έβλεπε εκείνος στα σαράντα μέτρα μπροστά του, κάνει ένα αιφνιδιαστικό μελεδάκι, σα να κλωτσάει πορτοκάλι, και πετάει τη μπάλα χωρίς πολλή δύναμη, αλλά με αδιανόητη ακρίβεια, να γκελάρει απαλά ένα μέτρο μπροστά απ’ τα πόδια του Λεονάρντο, που κινείται, σε μια τελευταία απελπισμένη προσπάθεια, σε θέση έξω αριστερά με μπροστά του τον Νταμπίζα. Χωρίς η μπάλα να σταματήσει να κυλάει και χωρίς ο 23χρονος Λεονάρντο Ζεσούς από το Σάο Πουλο που πρωτοήρθε στην Ευρώπη χωρίς πολλά όνειρα για λογαριασμό της Πορτουγκέζα να την αγγίξει, τη σεντράρει συρτά. Και η εξέδρα τη βλέπει να κόβει προς τα μέσα, να περνάει κάτω από τα πόδια του Νταμπίζα, με την τροχιά της να ακινητοποιεί σ’ ένα παράδοξο μαρσάρισμα τους Φέρστερ και Κατσιαρό, τόσο, όσο να χωθεί στην πλάτη του δεύτερου ο Μήτρογλου. Να κάνει, σε κλάσματα του δευτερολέπτου χώρο με το αριστερό χέρι, αφήνοντάς την να περάσει στο δεξί του πόδι, το οποίο την φυτεύει εξ επαφής στα δίχτυα του Κηπουρού.
Η λύτρωση του Μήτρογλου
Δεν ακούει τίποτε. White noise. Μόνο που η καρδιά του πάει να σπάσει από συγκίνηση. Είναι γκολ. Είναι γκοοοοολ! Σχιζοφρένεια παντού. Μέσα του, πλάι του, μπροστά του. Ο ένας πάνω στον άλλον, γέροι, νέοι και παιδιά. Μπαρμπάδες αγκαλιάζονται, κρυφοχουλιγκάνια και τσιγαρόμαγκες ξεκουφαίνουν τον εαυτό τους, τους δίπλα τους πίσω, τους παρακεί. Το βάλαμε! Μπήκε! Αυτό ήταν, το πήραμε! Δάκρυα χαράς που παίρνουν αμπάριζα και τρέχουν σε μάγουλα και σε σαγόνια που αγωνίζονται να γελάσουν δυνατά, καθώς ο Μήτρογλου έχει βγάλει τη φανέλα κι έχει θαφτεί κάτω από ένα βουνό παραληρούντων: παίχτες, οπαδοί, γυμναστές, σεκιούριτυ και μπολ μπόι, όλοι τρελοί.
Όλη του η χρονιά, όλη η χρονιά κι η δικιά του και της ομάδας περνάει από πάνω του και τον καταλύει. Δεν μπορεί ούτε να το πει, αλλά εκείνη την ημέρα, μ’ εκείνη τη χαρά που έτρεξε στις φλέβες του σκοτώνοντας κάθε τί κακοπροαίρετο, πήρε μια για πάντα ένα μάθημα, μια εκ ποδοσφαίρου ορμώμενη παραβολή.
Ποτέ στο ποδόσφαιρο δεν είναι αργά για ήρωες. Ποτέ στη ζωή δεν δικαιούσαι να πιστέψεις ότι είναι αργά για σωτηρία. Φτάνει να μην τολμήσεις να σταματάς να το παλεύεις και να ματώνεις, ρίχνοντας στο τραπέζι ό,τι έχεις μέχρι και την τελευταία στιγμή, υπηρετώντας το σκοπό. Όχι τυφλά. Συνειδητά, Μέχρι το σφύριγμα της λήξης να σε βρει και πάλι νικητή.