Το 2011 ο Ολυμπιακός κλήθηκε να αντιμετωπίσει τον ΠΑΟΚ στην προημιτελική φάση του κυπέλλου Ελλάδας, παίζοντας μάλιστα τον επαναληπτικό σε άδεια Τούμπα ή τέλος πάντων σχεδόν άδεια, αφού ο Κέβιν Μιραλάς κόντεψε να χάσει το μάτι του από ένα γυάλινο ποτήρι που εκτοξεύθηκε προς το μέρος του.
Απέναντι στον Μιραλάς, τον Ιμπαγάσα, τον Τζιμπούρ, τον Μέλμπεργκ, τον Τοροσίδη, τον Φουστέρ, τον Αβραάμ και τον Νικοπολίδη, ο ΠΑΟΚ είχε να αντιπαρατάξει τον Τσουκαλά, τον Μαλεζά, τον Σαβίνι, τον Χαλκιά, τον Τσιρίλο, τον Λίνο και τον Σαλπιγγίδη. Το αγωνιστικό πλεόνασμα των Ερυθρολεύκων ήταν χαώδες και ακόμα μεγαλύτερο ήταν εκείνο του πάγκου: οι μεν είχαν τον Ερνέστο Βαλβέρδε, οι δε τον Μάκη Χάβο.
Και όμως, τίποτε από τα παραπάνω δεν στάθηκε αρκετό ώστε να δώσει στον Ολυμπιακό μια αυτονόητη πρόκριση. «Προκρίθηκε ο καλύτερος» όπως συνηθίζουν να λένε τα κλισέ σε αυτές τις περιπτώσεις; Αν η σεζόν είχε όλα κι όλα δυο ματς, τα συγκεκριμένα, τότε ναι, προκρίθηκε η καλύτερη ομάδα. Για την ακρίβεια, προκρίθηκε η λιγότερο κακή αφού ειδικά ο επαναληπτικός της Τούμπας οδήγησε πολύ κόσμο στον οφθαλμίατρο.
Ο αποκλεισμένος Ολυμπιακός πήρε το πρωτάθλημα – το πρώτο από τα 7 σερί της εποχής Μαρινάκη – και ο ΠΑΟΚ, αφού αποκλείστηκε από την ΑΕΚ στον ημιτελικό, τερμάτισε 25 βαθμούς πίσω από τους Πειραιώτες. Για τους Θεσσαλονικείς βέβαια, η χρονιά ήταν επιτυχημένη, για να μην πω ιστορική. Πρόκριση επί του τρισκατάρατου Ολυμπιακού και νίκη τον Μάρτιο με 2-1 στον β’ γύρο της Super League, για τη συνοικιακή λογική του ΠΑΟΚ εκείνης της εποχής ισοδυναμούσαν με νταμπλ.
Τώρα πια, οι μόνοι που εμφανίζονται ικανοποιημένοι με αντίστοιχα «επιτεύγματα» είναι οι υπάλληλοι. Οι οπαδοί εξακολουθούν να βλέπουν την ομάδα τους να μην μπορεί να διεκδικήσει το πρωτάθλημα όσα πέναλτι κι αν της δώσουν, ενώ ταυτόχρονα αναρωτιούνται πώς μπορεί να κουμαντάρεται ένα τέτοιο μαγαζί από το μακρινό Ροστόφ.
Το 2014 ο ΠΑΟΚ απέκλεισε ξανά τον Ολυμπιακό. Οι Ερυθρόλευκοι ήταν και πάλι πρωταθλητές ουσιαστικά από τον πρώτο γύρο, είχαν αγγίξει το θαύμα της πρόκρισης σε βάρος της πρωταθλήτριας Αγγλίας, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και στα μέσα Απριλίου, τρεις μέρες μετά τη λήξη της κανονικής σεζόν και τη φιέστα για την κατάκτηση του τίτλου, κλήθηκαν να παίξουν τον διαβόητο επαναληπτικό με τα ψάρια, τις φωτοβολίδες και τις υπόλοιπες ομορφιές. Σα να παντρεύεσαι την Κυριακή δηλαδή και μετά το τρικούβερτο γαμήλιο γλέντι να σου έρθει χαρτί επιστράτευσης για να πας στον πόλεμο…
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 16/4: Φωτοβολίδες, ξύλο και… ψάρια στην Τούμπα (vids)
Η ομάδα που είχε μόλις τερματίσει δεύτερη, 17 βαθμούς πίσω από τον πρωταθλητή, πήρε και πάλι την πρόκριση. Αυτή τη φορά, στον πάγκο του ΠΑΟΚ βρισκόταν ο Γιώργος Γεωργιάδης, ο οποίος εκείνα τα χρόνια ήταν αυτός που έκλεινε κάθε αποτυχημένη σεζόν ως υπηρεσιακός, αφού ο κανονικός προπονητής είχε ήδη απολυθεί. Τότε είχε πάρει τη θέση του Στέφενς, την προηγούμενη χρονιά του Δώνη και την επόμενη του Άγγελου Αναστασιάδη.
Τα χρόνια πέρασαν, έχουν αλλάξει τόσα πολλά και όμως στον πυρήνα τους τα περισσότερα πράγματα μοιάζουν ίδια. Ο Ολυμπιακός έχει ουσιαστικά πάρει το πρωτάθλημα από… πέρυσι, αλλά ο ΠΑΟΚ, που είναι 11 βαθμούς μακριά, κατάφερε να τον αποκλείσει ξανά και να πανηγυρίζει σα να πήρε το Champions League (ή έστω το Conference). H βασική διαφορά του τότε με το τώρα είναι πως οι οπαδοί των Ερυθρόλευκων δεν δείχνουν την παραμικρή διάθεση να προσφέρουν οποιαδήποτε δικαιολογία στην ομάδα τους. Καλώς. Και πολλοί εξ αυτών δεν θα έχουν καν την όρεξη να πάνε στη φιέστα για το 47ο. Κακώς.
Αυτό το τελευταίο θα συνιστά για τον ΠΑΟΚ (και τους λοιπούς αντιολυμπιακούς κατ’ επέκταση) τη μεγαλύτερη επιτυχία, απείρως μεγαλύτερη από την πρόκριση στον τελικό. Κάθε τίτλος που δεν καταλήγει στον Ολυμπιακό γιορτάζεται σχεδόν εξίσου από όλους τους υπόλοιπους, κάτι σαν συνεταιριστικό επίτευγμα.
Αντίστοιχα, η οργή των οπαδών του Ολυμπιακού από το βράδυ της Τετάρτης δεν έχει να κάνει με το γεγονός πως η ομάδα τους έχασε τον δεύτερο τη τάξει στόχο της σεζόν, αλλά με το ότι έδωσε χαρά κυριολεκτικά σε κάθε πικραμένο. Διότι δεν πανηγύρισαν μόνο οι οπαδοί του ΠΑΟΚ, αλλά και όλοι οι υπόλοιποι που μαζί δεν έχουν κατακτήσει σε μια 25ετία όσα πρωταθλήματα έχει πάρει ο Ολυμπιακός από το 2016 μέχρι σήμερα. Ο μόνος σίγουρος τρόπος για να πονέσουν ξανά όλοι οι επί χρήμασι «οπαδοί» είναι έστω και για μια βραδιά ο κόσμος να γεμίσει το Καραϊσκάκη και να στείλει ξεκάθαρο μήνυμα πως είναι άλλο πράγμα τα παράπονα και άλλο η αγάπη προς την ομάδα. Στην τελική, εκείνοι που πληρώνουν για την κάρτα διαρκείας ή τα εισιτήριά τους δικαιούνται να νιώθουν συμμέτοχοι στην κατάκτηση ενός ακόμη τίτλου…
Κακά τα ψέματα, πολλά πράγματα στο ποδόσφαιρο είναι σχετικά και το πιο σχετικό απ’ όλα είναι το ποιος «παίζει καλύτερα». Σε ένα άθλημα που το να «παίξεις καλά» ή «καλύτερα» από τον αντίπαλό σου μπορεί να μην έχει καμία επίδραση στο αποτέλεσμα, σχεδόν κάθε προσέγγιση θα έχει υποκειμενικό χαρακτήρα.
Ολυμπιακός και μεταγραφές: Μια φιλοσοφία που πρέπει να αναθεωρηθεί
Όλοι θέλουν να βλέπουν την ομάδα τους να «παίζει καλά», κανείς όμως δεν θα δηλώσει χαρούμενος επειδή η ομάδα του έχασε «παίζοντας καλά». Η Μπαρτσελόνα της σεζόν 2009/10 «έπαιζε καλά». Για την ακρίβεια, ελάχιστες ομάδες στην ιστορία έπαιξαν τόσο καλά. Η Ίντερ του Μουρίνιο όμως την έπιασε κορόιδο και την ταπείνωσε στα ημιτελικά του Champions League, ακριβώς όπως έκανε η Τσέλσι δυο χρόνια αργότερα. Με προπονητή τον Ντι Ματέο που σήμερα ακόμα και ο ίδιος θα ντρεπόταν να δηλώσει «προπονητής», έχοντας ήδη συμπληρώσει έξι χρόνια ανεργίας στα 51 του…
Αντιθέτως, δεν είναι καθόλου σχετικό το γεγονός πως ο Ολυμπιακός της σεζόν 2021/22 σπανιότατα κατάφερε να αλλάξει τρίτη πάσα και ήταν χειρότερος ακόμα και από την περυσινή βερσιόν του. Η οποία παραλίγο να εξελιχθεί σε… ιστορική – λόγω της πεντάρας στο ΟΑΚΑ και της τεσσάρας στη Λεωφόρο στα πλέι οφ – αν δεν έκλεινε με μια σχετική γκρίνια λόγω της απώλειας του κυπέλλου από τον ΠΑΟΚ.
Η λογική έλεγε πως φέτος οι Ερυθρόλευκοι θα εμφάνιζαν ένα καλύτερο πρόσωπο, αφού έτσι κι αλλιώς η περυσινή χρονιά ήταν περίεργη, ως προέκταση της αμέσως προηγούμενης που ολοκληρώθηκε στο κατακαλόκαιρο λόγω του κορωνοϊού. Οι τελευταίες ελπίδες για να συμβεί κάτι τέτοιο χάθηκαν κάπου στην αρχή του χειμώνα. Από ένα σημείο κι έπειτα, ήταν σαφέστατο πως αγωνιστική βελτίωση δεν θα μπορούσε να προκύψει: το πρόβλημα των πρωταθλητών ήταν πάνω απ’ όλα δομικό.
Όταν τα μπετά έχουν πέσει σε σαθρό έδαφος, στέρεο οικοδόμημα δεν μπορείς να περιμένεις. Κι ενώ δεν μπορείς να παραγνωρίσεις αυτό που εκτυλίσσεται μπροστά σου, ως οπαδός είσαι υποχρεωμένος να στηρίξεις αυτό το «οικοδόμημα» όπως μπορείς, προκειμένου να αποτραπεί ή έστω να καθυστερήσει όσο περισσότερο γίνεται η κατάρρευσή του. Δεν γίνεται όμως να επιδιώκεις την πλήρη διάλυση αυτού που δήθεν αγαπάς, επειδή για κάποιους μήνες δεν είναι όπως το θες.
Αν κάποιος θεωρεί ότι πρόσφερε υπηρεσίες στην ομάδα που υποτίθεται ότι υποστηρίζει με το να χτυπιέται στα σόσιαλ από τον Σεπτέμβριο (για να μην πω από τον Ιούλιο) με τη λογική «διώξτε τους όλους και φέρτε άλλους», μάλλον θα πρέπει να κοιταχτεί σε γιατρό. Διότι αν η κρίση είχε αρχίσει να βαθαίνει από τόσο νωρίς, ο Ολυμπιακός θα είχε χάσει και το πρωτάθλημα. Και τότε, όλοι αυτοί που σήμερα λένε «τι να το κάνω το πρωτάθλημα;» θα ήταν στα κάγκελα και θα ούρλιαζαν, μην αντέχοντας την καζούρα πονεμένων υπαλλήλων που η μόνη σταθερή ομάδα τους είναι ο Αντιολυμπιακός.
Παρακολούθησα με μεγάλο ενδιαφέρον φέτος τόσο αυτούς που ξεκίνησαν τα μνημόσυνα από τη βραδιά του αποκλεισμού στη Λουντογκόρετς, όσο κι εκείνους που προσπαθούσαν να πείσουν εαυτούς και αλλήλους ότι είναι μια χαρά η ομάδα και ότι θα έρθει η βελτίωση οσονούπω, αλλά και ότι για το αγωνιστικό χάλι ευθύνεται ο κορωνοϊός, τα δυο (κάποιοι έλεγαν και τρία) «σερί χρόνια χωρίς ξεκούραση» και ο κακός μας ο καιρός. Οι πεποιθήσεις αυτές βεβαίως ήταν καθαρά δογματικές και δεν είχαν καμία απολύτως ρεαλιστική βάση. Ένα «πίστευε και μη ερεύνα» δηλαδή, σε ποδοσφαιρική βερσιόν.
Όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Δεν είσαι υποχρεωμένος να τα βλέπεις όλα τέλεια όταν δεν είναι και έχεις κάθε δικαίωμα να λες τι σου αρέσει και τι όχι. Και να αποδοκιμάσεις (δηλαδή να γιουχάρεις, όχι να βρίζεις) στο τέλος ενός αγώνα έχεις δικαίωμα, από τη στιγμή που θεωρείς ότι αυτό που βλέπεις είναι σταθερά κακό. Ως (σωστός) οπαδός όμως, οφείλεις να αντιλαμβάνεσαι ότι θα πρέπει να υπάρχει ένα μέτρο σε όλα, πλην ίσως της αγάπης σου για την ομάδα.
Αντιλαμβάνομαι πως όσο πιο δύσκολη γίνεται η καθημερινότητα, τόσο θα μεγεθύνονται τα φαινόμενα γκρίνιας. Μια ομάδα ωστόσο δεν την υποστηρίζεις με προϋποθέσεις και όρους: είσαι μαζί της στα καλά και στα άσχημα (και τα πραγματικά «άσχημα» δεν συμβαδίζουν ποτέ με την κατάκτηση ενός πρωταθλήματος). Το ότι πιθανόν δεν έχεις να πληρώσεις το ρεύμα, το φυσικό αέριο ή τη βενζίνη και ζορίζεσαι πολύ είναι απολύτως κατανοητό, ωστόσο γι’ αυτό δεν σου φταίει ο φιλότιμος Μασούρας που όταν δεν είναι οφσάιντ πλασάρει πάνω στον αντίπαλο γκολκίπερ, ούτε ο Μπουχαλάκης που κόντεψε κάποια στιγμή να βαφτιστεί Τσάμπι Αλόνσο στα καλύτερά του. Και για να μην παρεξηγηθώ, ειδικά τα δυο συγκεκριμένα παιδιά έχουν προσφέρει στον Ολυμπιακό απείρως περισσότερα απ’ όσα θα περίμενε κάποιος με το άκουσμα της μεταγραφής τους.
Η σεζόν οδεύει προς το τέλος της και για κάποιον – όχι και τόσο περίεργο – λόγο βρίσκει τον πρωταθλητή να είναι αντιμέτωπος με την περισσότερη μουρμούρα απ’ οποιονδήποτε άλλον. Την ίδια στιγμή, εκπρόσωποι άτιτλων (σε επίπεδο πρωταθλήματος μιλάμε γιατί κύπελλο μπορεί να πάρει οποιοσδήποτε) ομάδων απολαμβάνουν όλη αυτή την αναστάτωση στον Ολυμπιακό και χαίρονται που η δημοσιογραφία της δεκάρας πιάνει τόπο. Είναι η δημοσιογραφία που επειδή δεν μπορεί να φτάσει την κούπα του πρωταθλητή, ασχολείται με τα… κρεμαστάρια εκείνων που τη σηκώνουν κάθε χρόνο, σε μια αέναη προσπάθεια να τους τα πρήζει.
Αυτή είναι και η μόνη επιτυχία που μπορεί να αναγνωρίσει κάποιος στους υπηρέτες τριών αφεντάδων: ότι ο συνασπισμός τους στην προσπάθεια να κάνουν το άσπρο – μαύρο φέρνει αποτελέσματα. Όχι στις δικές του ομάδες, αλλά στην ψυχολογία των πιο «ευάλωτων» οπαδών του Ολυμπιακού. Μπορεί να μη γίνονται πιστευτοί ούτε στους οπαδούς των συλλόγων που υποστηρίζουν (είναι και πολλοί πανάθεμά τους), ωστόσο βρίσκουν πρόσφορο έδαφος χτυπώντας το θυμικό κάποιων Ολυμπιακών που «τσιμπάνε» σε όσα λένε και γράφουν καθημερινά.
Ολυμπιακός: Τα «ανεπίτρεπτα», η διαχείριση του Ελ Αραμπί και το «μάγκωμα» του Μασούρα
Η χρονιά λοιπόν συνοψίζεται κάπως έτσι. Ο αγωνιστικά κακός Ολυμπιακός παίρνει πανεύκολα το τρίτο του σερί πρωτάθλημα και 47ο συνολικά. Στη λήξη της σεζόν όμως, ένας εξαιρετικά στημένος μηχανισμός προπαγάνδας τον εμφανίζει ως την πιο αποτυχημένη ομάδα στην ιστορία. Ερωτάται λοιπόν ο μέσος κρετίνος που κάνει τον δημοσιογράφο επειδή δεν υπήρχε άλλος πιο ξεκούραστος τρόπος να βγάζει χρήματα: Αν η ομάδα που παίρνει ξανά έναν άνετο τίτλο οφείλει να απολογηθεί στους οπαδούς της, τι θα πρέπει να κάνει ο ιδιοκτήτης εκείνης που έσπασε το παγκόσμιο ρεκόρ στα πέναλτι και παρ’ όλα αυτά δεν κατάφερε ούτε στιγμή να απειλήσει αυτή που έπαιζε χάλια;
Στους μόνους που έχουν να δώσουν λογαριασμό παίκτες και προπονητής είναι στους οπαδούς τους, κυρίως για το μαρτύριο στο οποίο τους υπέβαλαν το τελευταίο 9μηνο. Κατά τα λοιπά, κατέκτησαν ένα πρωτάθλημα απολύτως δίκαια: άλλοι ευνοήθηκαν σκανδαλωδώς, είτε κατά συρροή είτε σποραδικά, όχι οι Ερυθρόλευκοι. Όσο για την επόμενη μέρα στον Ολυμπιακό;
Αρχής γενομένης από το επόμενο ΕΥΘΕΩΣ – το οποίο δεν θα αργήσει καθόλου – θα τα πούμε αναλυτικά για τις ευθύνες προπονητή και παικτών. Ειδικά του προπονητή που μάλλον η τετραετία στη χώρα μας έχει αρχίσει να τον μετατρέπει σε… γνήσιο Έλληνα. Καθόσον οι μόνοι άνθρωποι στον κόσμο που δηλώνουν δημοσίως ότι αναλαμβάνουν την ευθύνη για μια αρνητική εξέλιξη, θεωρώντας πως η ανάληψη ευθύνης περιορίζεται στην εκφορά της παραπάνω ατάκας και τίποτε άλλο, είναι οι Έλληνες πολιτικοί. Και καλό θα είναι να παραμείνουν οι μοναδικοί και να μην αρχίσουν να τους μιμούνται και οι Πορτογάλοι, προπονητές και μη…
ΥΓ. Προσπαθήστε να βάλετε το χιούμορ στη ζωή σας και στη συνέχεια κάντε μια ιεράρχηση των προτεραιοτήτων σας, αλλά και μια αξιολόγηση όσων σας προβληματίζουν. Κι αν τελικά το σημαντικότερο πρόβλημα που σας απασχολεί είναι ότι ο Ολυμπιακός δεν παίζει καλή μπάλα (παρότι παίρνει ένα ακόμα πρωτάθλημα), να νιώθετε ευλογημένοι διότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι γύρω σας που έχουν πραγματικά προβλήματα να τους «πνίγουν». Στο φινάλε, το όποιο «έλλειμμα» καλού θεάματος αναπληρώνεται ενδοοικογενειακά από τα μπασκετικά κομάντα του Μπαρτζώκα, τα χρυσά κορίτσια του πόλο και τους υπόλοιπους τίτλους που φέρνουν τα τμήματα του Ερασιτέχνη. Ο Ολυμπιακός παραμένει ένας και αδιαίρετος και αλίμονο σε όποιον επιχειρήσει να τον διασπάσει…