Ξυλοκοπούσαν, λήστευαν, έκαιγαν, έσπαγαν και μετά προέβαλαν τα «κατορθώματά» τους στα social media. Συνήθως απηύθυναν στα θύματά τους μία και μόνο ερώτηση: «Τι ομάδα είσαι;». Αν η απάντηση δεν τους ικανοποιούσε, τότε τα έστελναν στο νοσοκομείο. Καδρόνια, σουγιάδες, μολότοφ και λοστοί αποτελούσαν το «οπλοστάσιο» των 17 «πρωταγωνιστών» της πρώτης μεγάλης δικογραφίας για οπαδική βία, την οποία σχημάτισε η Δικαιοσύνη μετά τη δολοφονία του Αλκη Καμπανού στη Θεσσαλονίκη.
Οι κατηγορούμενοι, οπαδοί του Παναθηναϊκού, περνούν πλέον ο ένας μετά τον άλλον το γραφείο του ανακριτή προκειμένου να απολογηθούν για επιθέσεις κάθε είδους σε φιλάθλους του Ολυμπιακού και μάλιστα ήδη «έπεσαν» οι πρώτες προφυλακίσεις. Οι απολογίες τους συνεχίζονται αυτή την εβδομάδα, όπως και η μεγάλη εισαγγελική έρευνα για αντίστοιχη δράση οπαδών και άλλων ομάδων, σε μια προσπάθεια, αυτή τη φορά, μετά και τη σχετική παρέμβαση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Βασίλειου Πλιώτα, το μαχαίρι να μπει βαθιά στο κόκκαλο.
Η δικογραφία
Η δράση των κατηγορουμένων αποτυπώνεται καρέ-καρέ στη δικογραφία που έχει σχηματιστεί για την υπόθεση, τα σημαντικότερα στοιχεία της οποίας αποκαλύπτει το «ΘΕΜΑ». Μέσα από τον ογκώδη φάκελο προκύπτει ο ηγετικός ρόλος των αρχηγικών μελών της εγκληματικής οργάνωσης. Μεταξύ αυτών είναι και μια 27χρονη γυναίκα, η οποία από την περασμένη Δευτέρα βρίσκεται στη φυλακή.
Το ιδιαίτερα εντυπωσιακό -και συνάμα εξοργιστικό- στοιχείο είναι ότι μεγάλη μερίδα των «αρχηγών» είχε συλληφθεί τουλάχιστον μία φορά κατά τη διάρκεια τυχαίων ελέγχων της Αστυνομίας. Μάλιστα, η νεαρή γυναίκα, όπως αναφέρεται στη δικογραφία, κατά το παρελθόν είχε συλληφθεί επτά φορές για τέτοιου είδους επιθέσεις, αλλά κατάφερνε, άγνωστο πώς, όπως και οι συγκατηγορούμενοί της, να παραμένει ελεύθερη και να συνεχίζει απτόητη την αποτρόπαια δράση της. Μια δράση που θυμίζει αυτή των ταγμάτων εφόδου της Χρυσής Αυγής, με καταδρομικές επιθέσεις, ξυλοδαρμούς, στρατολογήσεις νέων μελών, πλύση εγκεφάλου και πολλή βία ώστε εξασφαλιστεί η «συντριπτική αριθμητική υπεροπλία» της εγκληματικής οργάνωσης έναντι όσων θεωρούσε αντιπάλους.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, οι δράστες γνώριζαν τα πάντα για τα θύματά τους, από το πού εργάζονται και ποια είναι τα μέλη του οικογενειακού και φιλικού τους περιβάλλοντος μέχρι και τι ώρα έπεφταν για ύπνο. Προκλητικά κινηματογραφούσαν τις επιθέσεις που διέπρατταν -είχαν για τον λόγο αυτό και εικονολήπτη!- και τις «ανέβαζαν» στα social media.