Δεν ήταν κακή η ΑΕΚ απέναντι στον Ολυμπιακό και πολύ περισσότερο στο ματς με τον ΠΑΟΚ για το Κύπελο. Με τον «Δικέφαλο» της Θεσσαλονίκης ήταν σαφώς ανώτερη σε όλο το ματς, πλην των καταστροφικών πέντε τελευταία λεπτών, ενώ και στο «Καραϊσκάκης» έδειξε πως έχει δυνατότητες να προβάλλει μια πολύ καλύτερη εικόνα από αυτή που έχει καταγράψει το τελευταίο δίμηνο.
Αν επιχειρούσε να δώσει κάποιος ένα τίτλο στην ΑΕΚ του τέλους του 2021 και των αρχών του 2022 αυτός θα μπορούσε να είναι «ομοσπονδιακή ομάδα».
Τι σημαίνει ο όρος στην ποδοσφαιρική διάλεκτο; Μια ομάδα που εμφανίζεται στον αγωνιστικό χώρο ως «τρεις διαφορετικές ομάδες, ίσως και τέσσερις, από τις οποίες η κάθε μία δεν συνδέεται, δεν συνομιλεί αγωνιστικά με τις υπόλοιπες, εκτός… αν κάτσει». Ως εάν να ασχολήθηκαν τρεις εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι, με διαφορετική νοοτροπία και διαφορετικό όραμα για να οργανώσουν την κάθε ΑΕΚ από τις τρεις, με αποτέλεσμα την ίδια ώρα και για τις ίδιες ανάγκες η μία να γελάει, η άλλη να κλαίει και η τρίτη να καμώνεται.
Η ΑΕΚ «της άμυνας, με την ΑΕΚ «των χαφ» και την ΑΕΚ «της επίθεσης» εμφανίζονται στον αγωνιστικό χώρο ως ξεχωριστές οντότητες, με μια δική της αυτόνομη σχεδόν λειτουργία η κάθε μία, χωρίς ένα ενιαίο διαλειτουργικό σχέδιο, κάτι σαν το παλιό ραδιοφωνικό «μια ώρα χωρίς πρόγραμμα» της αλησμόνητης Μαρίας Ρεζάν, στην καθομιλουμένη «ό,τι κάτσει αδερφέ».
Αν σε αυτή την εικόνα προσθέσει κανείς και την ΑΕΚ «του τερματοφύλακα» (άλλος καημός αυτός!) η αποτύπωση ολοκληρώνεται και το πρόβλημα αποκτάει τις κανονικές του διαστάσεις.
Το ζητούμενο για τη σημερινή ΑΕΚ δεν είναι να απαντήσει κανείς στο ερώτημα «γιατί έγινε έτσι;» (συνήθως αυτό συμβαίνει επειδή το αφεντικό και οι βασικοί περί αυτόν υπάλληλοι ή συνεργάτες υπολείπονται των αναγκών της συγκυρίας, δηλαδή ούτε να τις αναγνώσουν δεν είναι ικανοί), αλλά να επιχειρήσει να δει τι μπορεί να κάνει ο οργανισμός «ΑΕΚ» για να αλλάξει τη δημόσια εικόνα του, για την οποία οι κρίσεις των οπαδών του δεν είναι καθόλου κολακευτικές.
Διάβασα σε πολλές πένες πως «η ομάδα χρειάζεται ένα προπονητή – αφεντικό που θα χτίσει την ΑΕΚ της «Αγιά Σοφιάς». Ένα προπονητή που θα μπαίνει μέσα στα αποδυτήρια και θα προκαλεί δέος και σεβασμό, που θα παίρνει όλες τις αποφάσεις για τους πάντες και τα πάντα».
Τολμώ να πως ότι οι συντάκτες είναι βαθιά και βαριά ερωτευμένοι με τον Ντούσαν Μπάγεβιτς κι εκείνη τη «χρυσή» εποχή της ομάδας, διατηρούν ακέραια την εικόνα του Ντούσκο (πριν «τους προδώσει» και πάει στον Ολυμπιακό), εκεί ανατρέχουν, σε εκείνα τα οργανωτικά και λειτουργικά στάνταρ βρίσκουν παρηγοριά.
Σφάλμα μέγα! Οι παλιές εποχές δεν αναβιώνουν, ό,τι πέρασε δεν επανέρχεται, οι σημερινές ισορροπίες είναι εντελώς διαφορετικές, οι προτεραιότητες άλλες, όπως και τα πρόσωπα και οι χαρακτήρες που κάνουν κουμάντο.
Κανένας δεν πρέπει να ξεχνάει πως ο κ. Μελισσανίδης βρήκε μια κατάσταση διαμορφωμένη στην ΑΕΚ όταν πήγε πρώτη φορά, δεν την δημιούργησε ο ίδιος, απλώς την στήριξε επειδή «έκανε τη δουλειά».
Αργότερα, εκεί γύρω στο 2018/2019 όταν χρειάστηκε να διαλέξει «απ’ την Κική ή την Κοκό» διάλεξε να αφήσει τον Μπάγεβιτς να φύγει από την ομάδα.
Η ΑΕΚ με τη σημερινή της δημόσια εικόνα είναι αδύνατο να ανακαλύψει στη δική μας αγορά έναν προπονητή, όπως παραπάνω περιγράφεται. Αυτός ο προπονητής δεν υπάρχει στην Ελλάδα, είναι είδος προς εξαφάνιση και στο εξωτερικό. Κατοικοεδρεύει, σε κάθε περίπτωση, εκτός συνόρων, είναι εξαιρετικά δύσκολο να τα περάσει και να εγκατασταθεί στα Σπάτα, κανένας προπονητή αυτής της συνομοταξίας δεν «καίγεται» να μπει σε κάποια «Αγιά Σοφιά – OPAP Arena», ίσως αγνοεί ακόμη και το όνομα της ΑΕΚ!
Κυρίως, όμως, έναν προπονητή αυτής της αξίας και της νοοτροπίας δεν είναι καθόλου βέβαιο αν ο οργανισμός της ΑΕΚ μπορεί να τον αντέξει, να τον στηρίξει, να συνεργαστεί μαζί του, να του προσφέρει όλες τις εξουσίες που χρειάζεται για να εργαστεί.
Η αναζήτηση του ιδανικού προπονητή (αυτός περιγράφεται) είναι ο ασφαλέστερος τρόπος για να μεταφέρεται το κέντρο βάρους της παραγωγής όλων των προβλημάτων της ομάδας σε πρόσωπα και ιδιότητες (προπονητής, τεχνικός διευθυντής, γενικός Διευθυντής κ.λ.π.) που συνδέονται με υπαλληλική σχέση με την ομάδα ή (στην καλύτερη περίπτωση) με σχέση συνεργασίας, ώστε να διατηρείται στο απυρόβλητο ο άνθρωπος ή η ομάδα των ανθρώπων που παίρνουν τις αποφάσεις και επιβάλλουν έναν συγκεκριμένο τρόπο λειτουργίας.
Σε απλά… ποδοσφαιρικά: «Αντέχει» ο οικονομικός και διοικητικός οργανισμός της ΑΕΚ έναν Μαρτίνς, έναν Καρεμπέ, έναν Μοντέστο, έναν Ανιγκό, μια Σουλούκου, τον καθένα ξεχωριστά και όλους μαζί, μια ομάδα, δηλαδή, στελεχών πρώτης γραμμής που εκτός από άριστοι στην εκτέλεση εντολών είναι (αυτό είναι το μεγαλύτερο προτέρημα τους) ατομικά ικανότατοι, ποδοσφαιρικά επαρκέστατοι, διοικητικά οι καλύτεροι και διαχειριστικά οι αποδοτικότεροι στην αγορά;
Το σύστημα εξουσίας που έχει δομηθεί στην ΑΕΚ, δηλαδή τα πρόσωπα που το διαμεσολαβούν και οι λογικές που το υποστηρίζουν, αισθάνεται άνετα απέναντι σε μια τέτοια ομάδα ειδικών, είναι σε θέση να συν-διαχειριστεί μαζί της «το μαγαζί», να της προσφέρει γήπεδο για να παίξει μπάλα «όπως πρέπει» για να οργανώσει μια σύγχρονη ποδοσφαιρική μονάδα, να της επιτρέψει να αμφισβητήσει τις παλιές νοοτροπίες με τον γίγαντα πρόεδρα και τους πασίγνωστους κολαούζους του «που του πήραν την ΕΠΟ» κι όλα αυτά χωρίς να αισθάνεται ότι πεθαίνει από μειονεξία;
Όταν η ΑΕΚ απαντήσει αυτές τις αφετηριακές απορίες και τις απαντήσει βάσιμα και «ελευθέρα βουλήσει», τότε θα έχει φτάσει στο σημείο να οργανώσει, σοβαρά, την επόμενη μέρα της, εντός ή εκτός «Αγιά Σοφιάς», να αποκτήσει απαιτήσεις από τον εαυτό της και να ζητήσει από το ποδόσφαιρο να της ανταποδώσει αυτά που της αναλογούν.
Μέχρι τότε – και δεν είναι πλάκα – ο Γιαννίκης είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να της συμβεί.