Η αποφυλάκιση του Αριστείδη Φλώρου βασίζεται απολύτως στην εφαρμογή του Νόμου τονίζει σε ανακοίνωσή της η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων στις καταγγελίες κατά δικαστικών λειτουργών για την απόφαση που έλαβαν, υπογραμμίζοντας προς καταγγέλλοντες θεσμικούς φορείς, ότι «η εποχή που Δικαστές και Εισαγγελείς έπαιζαν το ρόλο της “Ιφιγένειας” σιωπώντας σε τέτοιες προκλήσεις, έχει πλέον περάσει».
Παράλληλα, η ανακοίνωση κάνει λόγο για παραπληροφόρηση και αθεμελίωτες καταγγελίες σε βάρος των δικαστικών λειτουργών που χορήγησαν την υφ’ όρο απόλυση του καταδίκου Α. Φλώρου, επαναλαμβάνοντας «βασικά και αυτονόητα νομικά αξιώματα, όπως την υποχρέωση του Δικαστή να εφαρμόζει το Νόμο, ανεξάρτητα από το εάν συμφωνεί ή όχι με αυτόν».
Η ανακοίνωση έχει ως εξής:
«Η παραπληροφόρηση και οι αθεμελίωτες καταγγελίες σε βάρος των δικαστικών λειτουργών που χορήγησαν την υφ’ όρο απόλυση του καταδίκου, Α. Φλώρου, μας υποχρεώνουν να επαναλάβουμε βασικά και αυτονόητα νομικά αξιώματα, όπως την υποχρέωση του Δικαστή να εφαρμόζει το Νόμο, ανεξάρτητα από το εάν συμφωνεί ή όχι με αυτόν.
Ο Α. Φλώρος καταδικάστηκε για υπεξαίρεση σε κάθειρξη 21 ετών με απόφαση της Ελληνικής Δικαιοσύνης.
Το Δικαστικό Συμβούλιο κρίνοντας την προηγούμενη εβδομάδα αίτημά του για υφ’ όρον απόλυση εφάρμοσε το άρθρο 110 Α’ του Ποινικού Κώδικα (όπως τροποποιήθηκε με το ν. 4356/2015), το οποίο υποχρεώνει τους Δικαστές -χωρίς τη δυνατότητα διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης- να διατάξουν την υφ’ όρο απόλυση, εάν διαπιστώνεται ο με ευεργετικό τρόπο υπολογισμός του 1/5 της ποινής και η αναπηρία του καταδίκου σε ποσοστό άνω του 67% από βεβαίωση του ΚΕ.Π.Α., καθιστώντας τους δύο αυτούς παράγοντες αμάχητα τεκμήρια για την υπαγωγή στη ρύθμιση.
Στην προκειμένη περίπτωση ο κρατούμενος προσκόμισε στο Δικαστικό Συμβούλιο σχετική βεβαίωση του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.) που τον έκρινε ανάπηρο σε ποσοστό 70%.
Επομένως δεν υπήρχε καμία άλλη δυνατότητα για το Συμβούλιο από την απόλυση του καταδίκου.
Όσοι “οργισμένοι” ψάχνουν τους υπαίτιους για τέτοιες αποφυλακίσεις έχουν τη δυνατότητα είτε να πιέσουν τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία για αλλαγή της σχετικής νομοθετικής διάταξης εάν δεν συμφωνούν μ’ αυτήν, είτε να ζητήσουν διερεύνηση του τρόπου χορήγησης των πιστοποιητικών αναπηρίας εάν κρίνουν ότι αυτά δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Ξεπερνάει όμως κάθε όριο φαρισαϊσμού και υποκρισίας να καταγγέλλονται από θεσμικούς φορείς αυτοί που εφάρμοσαν το Νόμο ενεργώντας σύμφωνα με τη συνταγματική τους αποστολή!
Η εποχή που Δικαστές και Εισαγγελείς έπαιζαν το ρόλο της “Ιφιγένειας”, σιωπώντας σε τέτοιες προκλήσεις, έχει πλέον περάσει».