Στις όχθες του ποταμού Έβρου και σε απόσταση 350 χιλιομέτρων από τη Θεσσαλονίκη βρίσκεται το Πάζαρτζικ, εκεί όπου κατοικούν στο περίπου 72.000 άνθρωποι. Δεν είναι η μεγαλύτερη πόλη της Βουλγαρίας όμως σταθερά τα τελευταία χρόνια γνωρίζει σημαντική ανάπτυξη, αφού διαθέτει και μια μεγάλη αγορά αναλογικά με την έκταση της περιοχής.
Το βράδυ της Τετάρτης ο Ολυμπιακός θα κληθεί να βάλει τις βάσεις για την πρόκριση στους ομίλους του Champions League σε αυτήν ακριβώς στην πόλη και κόντρα σε μια ομάδα που είναι η ανερχόμενη δύναμη.
Η Χέμπαρ Πάζαρτζικ δεν έχει καν το παρελθόν της Μοντάνα και της Μπουργκάς στον χάρτη του βουλγάρικου βόλεϊ, δεν παύει όμως να είναι ένα νοικοκυρεμένο σωματείο που εκτός από τη στήριξη μερικών σημαντικών χορηγών (τοπικών και όχι μόνο), χρηματοδοτείται από τον Δήμο και έχει μπει για τα καλά στις ζωές των ανθρώπων της πόλης την τελευταία πενταετία.
Λόγω της δυναμικής που έχει η εθνική ομάδα της χώρας (18η στο παγκόσμιο ράνκινγκ), οι άνθρωποι της πόλης αποφάσισαν να αξιοποιήσουν κάποια συγκεκριμένα δεδομένα που είχαν στα χέρια τους. Για παράδειγμα πολλά ταλαντούχα παιδιά που έπαιζαν βόλεϊ στο Πάζαρτζικ, όταν αποφάσισαν να επικεντρωθούν στο άθλημα υποχρεώνονταν να πηγαίνουν σε άλλες ομάδες. Αυτό έπρεπε κάποια στιγμή να σταματήσει.
Χάρη στα χρήματα που μπήκαν με το καλησπέρα, προσεγγίστηκαν παίκτες από το εξωτερικό αλλά και αθλητές της χώρας με εμπειρία ώστε σταδιακά να αναπτυχθούν και οι ακαδημίες και με τοπικές προσθήκες η Χέμπαρ να αποκτήσει τον δικό της χαρακτήρα.
Ο στόχος που είχε τεθεί ήταν στο βάθος της τετραετίας (ως το 2020) να έρθει ο τίτλος του πρωταθλήματος και η ομάδα να εδραιωθεί για τα καλά στην κορυφή. Μεσολάβησε ο κορωνοϊός και η πρώτη θέση άργησε έναν χρόνο.
Εν τέλει η Χέμπαρ αφού κατέκτησε Κύπελλο, Super Cup, έφτασε και στους «8» του CEV Cup, πανηγύρισε και το παρθενικό της πρωτάθλημα. Με ευκολία. Φέτος βρίσκεται αντιμέτωπη με μια ακόμα μεγάλη πρόκληση αφού επιχειρεί να μπει στους ομίλους του CEV Champions League.
Ο δρόμος δεν ήταν εξ αρχής στρωμένος με ροδοπέταλα. Πρώτα χρειάστηκε να ξεπεράσει το εμπόδιο της ισπανικής Γουάγουας γνωρίζοντας την ήττα στη Λας Πάλμας, όμως στον επαναληπτικό έφερε τα πάνω-κάτω και πήρε και το χρυσό σετ στην έδρα της. Ακολούθησε η πιο επικίνδυνη (και φαβορί στη σειρά) Σολιγκόρσκ, με τους Λευκορώσους να παίρνουν σημαντικό προβάδισμα στη Βουλγαρία.
Και πάλι όμως η Χέμπαρ διέψευσε όλα τα προγνωστικά και εκτός έδρας πήρε καθαρή νίκη και μαζί την πρόκριση που τη φέρνει αντιμέτωπη με τον Ολυμπιακό. Μεγαλύτερη αξία στις προκρίσεις δίνει το γεγονός πως έδωσε τους αγώνες χωρίς να έχει στον πάγκο τον προπονητή της Καμίλο Πλάτσι που ταλαιπωρείται από ένα θέμα υγείας, με τον βοηθό του Μαρτίν Κόστα να καλύπτει πάντως επάξια το κενό του.
Το αν θα συνεχιστούν οι υπερβάσεις της θα φανεί στο Ρέντη σε μια εβδομάδα, μέχρι τότε το βέβαιο είναι πως οι Ερυθρόλευκοι θα πάνε υποψιασμένοι στις δύο αναμετρήσεις.
Το ρόστερ των Βούλγαρων – εν αντιθέσει με την ομάδα – είναι πολύ έμπειρο κυρίως γιατί οι παίκτες έχουν παραστάσεις από μεγάλα πρωταθλήματα του εξωτερικού. Οι ξένοι είναι μόλις τρεις και μόνο ο ένας εξ αυτών βρίσκεται την τελευταία τριετία στην ομάδα. Πρόκειται για τον διαγώνιο Μπράντλεϊ Γκάντερ, μέλος της εθνικής ομάδας του Καναδά με θετική παρουσία σε διοργανώσεις όπως το VNL. Δεν είναι ο θηριώδης αθλητής που θα τρομάξει, αλλά τη δουλειά του την κάνει και με το παραπάνω.
Η δυνατή προσθήκη που έγινε το καλοκαίρι ήταν εκείνη του Γιάκοπο Μασάρι. Ο πολύπειρος Ιταλός ακραίος είναι ένας εξαιρετικός receiver (δεν είχε λάθος στην υποδοχή στη Λευκορωσία!) με εμπειρία στη Μόντενα και τίτλους με τη Λούμπε όπου είχε συμπληρωματικό ρόλο. Όσον αφορά στον τρίτο ξένο, πρόκειται για τον επίσης έμπειρο Νίκολα Γκιοργκίεφ, πασαδόρο της Βόρειας Μακεδονίας που την περασμένη σεζόν έπαιζε στα πολωνικά τάραφλεξ.
Δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε και στον γίγαντα Τοντόρ Αλεξίεφ, έναν από τους σταθερά αγαπημένους παίκτες των φίλων του Ολυμπιακού. Ο Βούλγαρος ακραίος στα 38 του πια, αποτελεί ταυτόχρονα την κινητήριο δύναμη στην επίθεση της Χέμπαρ (διατηρεί υψηλά ποσοστά αποτελεσματικότητας) όμως στην υποδοχή αντιμετωπίζει τα θέματα που είχαμε συναντήσει και στην Ελλάδα.
Προφανώς και όλες οι ομάδες που αντιμετωπίζουν τη Χέμπαρ φροντίζουν να τον σημαδέψουν και αυτό θα κάνει και η ομάδα του Δημήτρη Καζάζη που φέτος έχει ακόμα πιο ισχυρό σέρβις με παίκτες που θα προσπαθήσουν να τον κουράσουν ώστε να περιοριστούν οι επιλογές του Γκιοργκίεφ (αν αγωνιστεί αντί του Στάνεφ) στο «4».
Οι Βούλγαροι του ρόστερ – αναφερόμαστε στους γνωστούς – δεν είναι τα «μικρά» ονόματα που ενδεχομένως φαντάζεται κανείς αφού η πλειοψηφία έχει φορέσει τη φανέλα της εθνικής. Ο Γιοσίφοφ στο κέντρο έχει να επιδείξει στο βιογραφικό του πολλά χρόνια παρουσίας στα ιταλικά γήπεδα, ενώ έχει στο πλευρό του τον Κάρτεφ που έχει παίξει στις καλές ομάδες της πατρίδας του και μαζί αποτελούν ένα πολύ ασφαλές και σταθερό δίδυμο στο μπλοκ.
Ξεχωρίζει και ο λίμπερο Σαλπάροφ ο επί σειρά ετών (μέχρι πρόσφατα) λίμπερο της εθνικής ομάδας ο οποίος βρέθηκε στη Ρωσία και παρά τα 39 του χρόνια ανεβάζει επίπεδο την υποδοχή (έστω κι αν δεν έχει τα τρεξίματα του παρελθόντος).
Ο στόχος του Ολυμπιακού από το πρώτο παιχνίδι θα πρέπει να είναι τα λίγα λάθη – συγκριτικά με εκείνα που έκανε στη Σλοβακία απέναντι στην Κομάρνο – η πίεση από το σέρβις στα βαριά κορμιά των Βούλγαρων και όσο είναι δυνατόν να τελειώσει αποφασιστικά τα μεγάλα ράλι ποντάροντας στην κούραση που θα βγάζει η ομάδα του Πλάτσι, η οποία στην προκριματική φάση έδειξε πως ο γρήγορος ρυθμός δεν της ταιριάζει.
Οι Ερυθρόλευκοι ξεκινούν από πλεονεκτική θέση πριν το πρώτο σέρβις αρκεί φυσικά να διατηρήσουν την εικόνα που έβγαλαν απέναντι στον Φοίνικα και στον επαναληπτικό με την Κομάρνο. Ο χρόνος δείχνει πως είναι σύμμαχος στην ομάδα του Δημήτρη Καζάζη, η οποία βρίσκει τη χημεία της και έχει τους παίκτες για να βρεθεί στους ομίλους με τις κορυφαίες ομάδες της Ευρώπης.