Το βράδυ της Πέμπτης η Άιντραχτ έκανε την πρώτη της νίκη εντός έδρας για φέτος και τρίτη συνολικά. Ο μέσος θαμώνας καφενείου – φυσικού ή διαδικτυακού – θα πει «για δε ρε από ποια ομάδα χάσαμε και μάλιστα εύκολα». Πιθανότατα ο μέσος θαμώνας καφενείου – φυσικού ή διαδικτυακού – να πει το ίδιο πράγμα, γνωρίζοντας πως η μια από τις άλλες δυο ομάδες που έχασαν φέτος από την Άιντραχτ είναι κάποια Μπάγερν και μάλιστα μέσα στο Μόναχο.
Δεν θα βαρεθώ ποτέ να λέω και να γράφω πως ο Ολυμπιακός και οποιαδήποτε άλλη ομάδα που έρχεται από ένα πρωτάθλημα σαν τον ελληνικό, δεν μπορεί ποτέ να έχει ψευδαισθήσεις ότι βρίσκεται στο επίπεδο ενός γερμανικού, αγγλικού, ισπανικού ή ιταλικού συλλόγου. Αν δεν μπορείτε να κατανοήσετε το γιατί, να σας το πω απλά: η κάθε Άιντραχτ, Λεβάντε, Τζένοα, Μπέρνλι (τυχαία και μη τα ονόματα) είναι εκπαιδευμένη να αντιμετωπίζει μεγαθήρια στην καθημερινότητα του πρωταθλήματός της. Για τα ίδια τα μεγαθήρια προφανώς δεν το συζητάμε καν…
Την ώρα που ο Ολυμπιακός παίζει κάθε Κυριακή με τον Ατρόμητο, τον ΠΑΣ Γιάννινα και τον Αστέρα Τρίπολης, η Άιντραχτ παίζει (και νικάει που και που) την Μπάγερν και την Ντόρτμουντ, η Λεβάντε μαθαίνει να επιβιώνει κόντρα στην Μπαρτσελόνα, τη Ρεάλ, την Ατλέτικο και τη Σεβίλλη, η Τζένοα έχει μπροστά της την Ίντερ, τη Γιουβέντους, τη Νάπολι, τη Μίλαν, τη Λάτσιο και τη Ρόμα και η Μπέρνλι μερικά από τα μεγαλύτερα ποδοσφαιρικά brand name του πλανήτη.
Όταν λοιπόν εκπαιδεύεσαι να επιβιώνεις κόντρα σε τόσο ισχυρούς αντιπάλους, είναι πολύ λογικό να βρίσκεσαι κάποια σκαλοπάτια πάνω από μια ελληνική ομάδα, έστω και την καλύτερη. Δεν έχω καμία αμφιβολία πως ο ίδιος Ολυμπιακός, ακόμα και με το ίδιο μπάτζετ θα ήταν μια σαφώς καλύτερη ομάδα αν έπαιζε σε ένα μεγάλο πρωτάθλημα. Και μόνο το γεγονός πως θα αναγκαζόταν να προσαρμοστεί και να κινηθεί σε τόσο υψηλούς ρυθμούς, το αγωνιστικό επίπεδο θα μεγάλωνε από μόνο του.
Λυπάμαι, αλλά αυτό δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ στην Ελλάδα. Τώρα, αν κάποια στιγμή δημιουργηθεί μια κλειστή λίγκα και οι Πειραιώτες καταφέρουν να ενταχθούν σε αυτήν, παίζοντας π.χ. 20-25 ματς τον χρόνο κόντρα σε ομάδες τοπ επιπέδου, θα μπορούμε να κάνουμε μια εντελώς διαφορετική κουβέντα.
Ο καθρέφτης του ελληνικού ποδοσφαίρου είναι ο ΠΑΟΚ, η ΑΕΚ και ο ΠΑΟ, όχι ο Ολυμπιακός
Ως τότε, όλοι μα όλοι οι εμπλεκόμενοι θα πρέπει να γνωρίζουν πού βρίσκονται και να έχουν πλήρη συναίσθηση. Εννοείται ότι είναι απολύτως θεμιτό να συνεχίσεις να ονειρεύεσαι: αν όχι, δεν έχεις λόγο ύπαρξης. Παράλληλα με τα όνειρα όμως, οφείλεις ανά πάσα στιγμή να αντιλαμβάνεσαι ποιος είσαι, πού βρίσκεται και τι μπορείς να κάνεις. Έχεις δικαίωμα, για να μην πω υποχρέωση, να στοχεύεις ψηλά. Ταυτόχρονα ωστόσο, θα πρέπει να είσαι ρεαλιστής. Σε αντίθετη περίπτωση κινδυνεύεις να πληγείς από το σύνδρομο της Μαντάμ Σουσού…
Για μια ομάδα που εδώ και δεκαετίες φτάνει το πολύ στους «16» μιας ευρωπαϊκής διοργάνωσης, ο ρεαλιστικός «ανακοινώσιμος» στόχος είναι μια πρόκριση στα προημιτελικά. Μπορεί να τον πιάσει; Μια χαρά. Μπορεί να πάει και πιο πάνω; Σούπερ. Όταν όμως από το μάξιμουμ των «16» μιλάς δημοσίως για τελικούς (όπως επανειλημμένα έχει κάνει ο Κριστιάν Καρεμπέ), οι δηλώσεις σου μόνο αρνητικό αντίκτυπο μπορούν να έχουν.
Οι Ερυθρόλευκοι έχουν φτάσει δυο φορές στην ιστορία τους σε προημιτελική φάση. Η πρώτη ήταν το 1992/93 στο Κυπελλούχων (με την επική πρόκριση επί της Μονακό του Βενγκέρ, του Κλίνσμαν, του Τζορκαέφ, του Ρούι Μπάρος και των πιτσιρικάδων τότε Τουράμ, Πετί και Γκριμαντί) και η δεύτερη το 1998/99 όταν η πρόκριση στον ημιτελικό χάθηκε από το καταραμένο γκολ του Κόντε.
Μέχρι το καλοκαίρι του 2019, ο Ολυμπιακός δεν είχε περάσει ποτέ τρεις συνεχόμενους νοκ άουτ γύρους. Τα κατάφερε, έστω και σε επίπεδο προκριματικών. Για να φτάσεις όμως σε έναν τελικό Europa League (για το Champions League είναι ιεροσυλία και μόνο να το συζητάμε), θα κληθείς να περάσεις τέσσερις γύρους ή έστω τρεις με το νέο φορμάτ, αν καταφέρεις να βγεις πρώτος στον όμιλό σου (οι πρώτοι πλέον προκρίνονται απευθείας στους «16»).
Το κακό είναι πως οι ομάδες που συνεχίζουν την άνοιξη δεν έχουν καμία σχέση με εκείνες που βρίσκεις μπροστά σου στα προκριματικά του καλοκαιριού. Και το πράγμα γίνεται ακόμη χειρότερο αν σκεφτείς πώς μπαίνουν και οι τρίτοι του Champions League. Από τότε που καθιερώθηκαν φάσεις ομίλων στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, ο Ολυμπιακός δεν έχει καταφέρει ποτέ να αποκλείσει δεύτερη ομάδα. Σοσό, Ρούμπιν Καζάν, Οσμανλί, Άρσεναλ και πέρυσι η Αϊντχόφεν, αυτές είναι όλες κι όλες οι νοκ άουτ «χειμερινές» προκρίσεις του Ολυμπιακού από το 1996 κι έπειτα. Και με τις δυο τελευταίες μάλιστα να συνιστούν υπερβάσεις: οι Ολλανδοί δεν είχαν αποκλειστεί ποτέ από ελληνική ομάδα και η Άρσεναλ είναι η Άρσεναλ.
Οι ατάκες «ο Ατρόμητος της Αγγλίας/Ισπανίας/Ιταλίας» κλπ φοβάμαι πως ανήκουν σε άλλες, εντελώς καφενειακές εποχές. Η Άιντραχτ για παράδειγμα, έχει ένα ρόστερ που η αξία του εκτιμάται από το transfermarkt στα 200 εκ. ευρώ. Η αντίστοιχη του Ολυμπιακού φτάνει τα 118 εκ., με άλλα λόγια περίπου όση είναι η διαφορά του ερυθρόλευκου ρόστερ από εκείνο του ΟΦΗ, ειδικά αν αφαιρέσουμε τον Σεμέδο που ουσιαστικά είναι εκτός ομάδας. Μπορείτε λοιπόν να κατανοήσετε την τάξη των μεγεθών που συζητάμε;
Πώς θα σας φαινόταν αν ακούγατε έναν οπαδό του ΟΦΗ να χτυπιέται και να καταριέται προπονητή και παίκτες επειδή η ομάδα του έχασε 3-1 από τον Ολυμπιακό; Δεν θα πιστεύατε ότι είναι τουλάχιστον υπερβολικός, για να μη χρησιμοποιήσω κάποια βαριά έκφραση; Και προσέξτε, ο ΟΦΗ αγωνίζεται στο ίδιο πρωτάθλημα με τον Ολυμπιακό, δεν τους χωρίζει το χάος που χωρίζει το ελληνικό ποδόσφαιρο από το γερμανικό…
Καταλαβαίνω ότι ένας οπαδός που βλέπει την ομάδα του κάθε χρόνο πρωταθλήτρια στη χώρα της, θέλει το κάτι παραπάνω. Αυτό το «κάτι» όμως, όταν συζητάμε για ευρωπαϊκή επιτυχία (δηλαδή παρουσία σε τελικό) μεταφράζεται στην προκειμένη περίπτωση ως κάτι πολύ, πάρα πολύ παραπάνω. Και όπως είχα γράψει πρόσφατα, ο Ολυμπιακός δεν έχει πια την πολυτέλεια να περνάει απαρατήρητος και να μην τον παίρνει ο αντίπαλος στα σοβαρά. Αυτό είναι ένα τεράστιο κεκτημένο κι ας μην υπάρχει μετρήσιμος τρόπος υπολογισμού.
Τα one-hit wonders και οι «μέχρι και η Σέριφ έκανε διπλό στη Ρεάλ αλλά εμείς…»
Μέχρι να έρθει η στιγμή που ο μέσος οπαδός του Ολυμπιακού θα έχει ωριμάσει τόσο πολύ ώστε να μην τσιμπάει σε επιχειρήματα της πλάκας που επικαλούνται υπάλληλοι του 20ρικου (ή και δεκάρικου σε κάποιες περιπτώσεις), θα πρέπει να γράφω για τα αυτονόητα και να εξηγώ ότι δεν είναι δυνατόν κάποιος να φέρνει ως παράδειγμα εν έτει 2021 το «Γουέμπλεϊ» ή ακόμα και τους ημιτελικούς του Παναθηναϊκού με τον Άγιαξ για να πικάρει έναν ερυθρόλευκο οπαδό.
Εκείνα τα χρόνια χρειαζόσουν απλώς μια – δυο ευνοϊκές κληρώσεις και λίγη ρέντα για να φτάσεις στα προημιτελικά. Τώρα πια, καλείσαι να αποκλείσεις αξιοσέβαστους αντιπάλους από τα προκριματικά κιόλας. Γι’ αυτό και οι ελληνικές ομάδες βλέπουν με τα κιάλια τους ομίλους, ακόμα κι αν πρόκειται για το Conference League (βλ. ΑΕΚ και Άρη). Όσο για τον «ευρωπαίο» Παναθηναϊκό, νομίζω ότι δεν χρειάζεται καν να ανοίξουμε κουβέντα…
Ο Ολυμπιακός, μόνο στην εποχή του Μαρτίνς, έχει αποκλείσει απευθείας ή εμμέσως σημαντικά μεγέθη του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου (Άρσεναλ, Μίλαν, Μαρσέιγ, Αϊντχόφεν) αλλά και εκπροσώπους πρωταθλημάτων σαφώς ισχυρότερων από το ελληνικό (Μπέρνλι, Κράσνονταρ, Μπασάκσεχιρ). Κατέγραψε κι έναν αποκλεισμό-σοκ από τη Λουντογκόρετς, αλλά στο ζύγι καταλαβαίνετε ότι η ζυγαριά γέρνει μονόμπαντα προς την πλευρά των επιτυχιών.
Δεν θα ψέξω τον προπονητή του Ολυμπιακού επειδή οι παίκτες του δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν τον ρυθμό μιας ομάδας που πριν από λίγες εβδομάδες έκανε διπλό στο Μόναχο. Θα του ασκήσω κριτική όταν σε μια σειρά αγώνων στο ελληνικό πρωτάθλημα τα αποτελέσματα και κυρίως η εικόνα της ομάδας του δεν είναι αυτή που επιτάσσει η οικονομική και εντέλει ποιοτική διαφορά που χωρίζει το ρόστερ των πρωταθλητών από εκείνα των εγχώριων αντιπάλων του. Και το ματς με τον ΠΑΟΚ συμπληρώνει μια 7άδα αναμετρήσεων από την οποία μπορούν και πρέπει να εξαχθούν σημαντικά συμπεράσματα.
Στην Ευρώπη, ο εκάστοτε τεχνικός του Ολυμπιακού καλείται τις περισσότερες περιπτώσεις να κάνει ταχυδακτυλουργικά και να οδηγεί την ομάδα του σε μικρές ή μεγάλες υπερβάσεις. Στο πρωτάθλημα πάλι, οι δικαιολογίες στερεύουν. Διότι τα μέσα που του δίνονται από τη διοίκηση δεν επιτρέπουν στραβοτιμονιές. Όταν η χρηματιστηριακή αξία του ρόστερ σου είναι ακριβώς διπλάσια από το δεύτερο ακριβότερο και η μισή απ’ όσο κοστολογούνται όσο τα άλλα 13 ρόστερ της κατηγορίας μαζί, είσαι υποχρεωμένος αυτή τη διαφορά να την καθιστάς εμφανή και στον αγωνιστικό χώρο.
Κόντρα στον ΠΑΟΚ ο Ολυμπιακός θα έχει τη δυνατότητα να θυμηθεί τα περυσινά (επί της ουσίας φετινά, αφού μιλάμε για το διάστημα μεταξύ μεταξύ Γενάρη και Απρίλη του 2021). Τότε που τον νίκησε δυο σερί φορές σε άδειο Καραϊσκάκη, κάτι που δεν είχε πετύχει από το 2017 κι έπειτα. Μάλιστα, το 3-0 του περασμένου Γενάρη αποτελεί τη μεγαλύτερη σε έκταση νίκη των Ερυθρόλευκων από το 2013 και την τεσσάρα με το σόου του Τζόελ Κάμπελ.
Το έκαναν δυο φορές οι πρωταθλητές πέρυσι, είναι υποχρεωμένοι να το ξανακάνουν και φέτος. Μπορεί βαθμολογικά να υπάρχει ένα μικρό περιθώριο και για ισοπαλία που λέει ο λόγος, ωστόσο μετά το 0-0 στο ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό καλό θα ήταν να μη δοκιμαστεί ξανά η αντοχή του κόσμου. Τότε ήταν το 0-3 με τη Φενέρ και τα όσα έγιναν με τα καπνογόνα που «σκέπασαν» το αγωνιστικό.
Αυτή τη φορά, παίκτες και προπονητής οφείλουν να γνωρίζουν πως δεν θα έχουν καμία δικαιολογία. Μεταξύ μας, αυτό δεν είναι καθόλου κακό. Βλέπετε, είναι στοιχεία βαθιά ριζωμένα στην ανθρώπινη φύση τόσο ο εφησυχασμός, όσο και η εξάντληση των όποιων περιθωρίων. Όποτε αυτά προσφέρονται υπό μορφή δικαιολογίας, το πρώτο βήμα για την αποτυχία έχει ήδη γίνει…