Kάθε καλοκαίρι η χώρα μας γνωρίζει πιένες σε ό,τι αφορά την τουριστική κίνηση, όμως, απ’ ό,τι δείχνουν τα στοιχεία, η κατανάλωση δεν είναι τόση ώστε ο εμπορικός κόσμος να επωφελείται από αυτή την αύξηση του τουριστικού ρεύματος.
Ο λόγος δεν είναι άλλος από το γεγονός ότι οι περισσότεροι τουρίστες που καταφθάνουν στη χώρα μας είναι χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, με αποτέλεσμα ο βασικός «αιμοδότης» της αγοράς να παραμένει ο Ελληνας παραθεριστής, παρά την κατακόρυφη πτώση του εσωτερικού τουρισμού λόγω της κρίσης.
Τα στοιχεία της ΕΣΕΕ για την «εισαγόμενη κατανάλωση» είναι αποθαρρυντικά. Οι περισσότεροι τουρίστες που επισκέπτονται τη χώρα μας δεν είναι υψηλού εισοδήματος και η πλειοψηφία τους φαίνεται να επιλέγει την Ελλάδα ως «φθηνό» τουριστικό προορισμό.
Το καλύτερο τουριστικό δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου και μάλιστα σε περίοδο εκπτώσεων, ο συνολικός τζίρος του λιανικού εμπορίου μετά βίας ξεπερνά τα 6 δισ. ευρώ τα τελευταία τρία χρόνια, παρά την κατακόρυφη αύξηση των τουριστικών μεγεθών.
Οπως επισημαίνεται από την ΕΣΕΕ για την περίοδο 2017-2018 οι κυριότεροι τουριστικοί δείκτες, όπως το τουριστικό ισοζύγιο, οι τουριστικές εισπράξεις, οι διανυκτερεύσεις, οι αφίξεις κ.λπ., εμφανίζουν εντυπωσιακή μεγέθυνση και τεκμηριώνουν την αυξημένη δυναμική του κλάδου.
Παράλληλα, λόγω της ιδιαιτερότητας της φύσης του ο τουρισμός εμφανίζει σημαντικές διακλαδικές αλληλεπιδράσεις «μεταφέροντας» οφέλη σε επιμέρους κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας. Ειδικότερα, το λιανικό εμπόριο αποτελεί έναν από τους κλάδους που αναπτύσσει ιστορικά οργανική σύνδεση με την τουριστική δραστηριότητα.
Ομως, τα τελευταία χρόνια, για μια σειρά από λόγους (περιορισμένο τουριστικό εισόδημα, κατίσχυση υποδείγματος all inclusive κ.α.), η σύνδεση αυτή παρουσιάζει σημαντικές υστερήσεις που σε μεγάλο βαθμό θολώνουν την άκρως θετική πορεία της τουριστικής δραστηριότητας.
Βέβαια, η υστέρηση αυτή δεν είναι οριζόντια, καθώς σε κάποιους επιμέρους υποκλάδους του λιανικού εμπορίου, όπως τα μεγάλα καταστήματα τροφίμων (super markets), τα καύσιμα και τα έπιπλα-ηλεκτρικά είδη-οικιακός εξοπλισμός, καταγράφεται σημαντική (ποσοστιαία) αύξηση του κύκλου εργασιών η οποία αναπόδραστα τροφοδοτείται από τη μεγέθυνση της τουριστικής δραστηριότητας αλλά και από την επέλαση του μοντέλου βραχυχρόνιας μίσθωσης (Airbnb).
Αναμφίβολα, εναργέστερα συμπεράσματα θα μπορούν να εξαχθούν μετά την επερχόμενη λήξη της τουριστικής περιόδου όταν και θα πρέπει να ανοίξει ο διάλογος για τον τουριστικό σχεδιασμό και τη στρατηγική της χώρας, ειδικά αν ληφθεί υπόψη η συμπίεση που υφίσταται η προσφορά σημαντικών δημοσίων-κοινωνικών αγαθών (καθαριότητα, κυκλοφορία, διαχείριση νερού κ.α.).
Στην προοπτική του διαλόγου αυτού, η ΕΣΕΕ παρουσιάζει τόσο την εξέλιξη βασικών τουριστικών δεικτών όσο και την συσχέτιση μεταξύ του κύκλου εργασιών στο λιανικό εμπόριο και στον τουρισμό επιχειρώντας να «αναδείξει» τη σημασία ενός γενικότερου τουριστικού σχεδιασμού που θα αποφέρει σημαντικά διακλαδικά οφέλη και θα είναι αναπτυξιακά ισόρροπος.
Συνοψίζοντας την οικονομική σχέση τουρισμού και εμπορίου, ο Πρόεδρος της ΕΣΕΕ Βασίλης Κορκίδης επισημαίνει τα ακόλουθα:
«Από τα διαθέσιμα στοιχεία της ΤτΕ, διαφαίνεται πως η πλειοψηφία των τουριστικών εισπράξεων στη Χώρα μας προέρχεται κατά 29% από τους Γερμανούς τουρίστες, με τη συμμετοχή των Βρετανών να είναι επίσης σημαντική κατά 16%. Η συμμετοχή των Ρώσων μειώθηκε το 2017 σε σχέση με το 2016 και αναμένεται να ανακάμψει το 2018.
Σε σχέση με τις 28,5 εκ. επισκέψεις, η Γερμανία επίσης καταλαμβάνει την πρώτη θέση καθώς κατέχει το 26% του συνόλου των επισκέψεων, ενώ η Βρετανία έρχεται εκ νέου δεύτερη με ποσοστό 15%.
Σημαντική είναι η παρουσία των Ολλανδών η οποία μεγεθύνεται σημαντικά. Αναφορικά με τις διανυκτερεύσεις ξανά οι Γερμανοί βρίσκονται στην πρώτη θέση καλύπτοντας το 27% του συνόλου, ενώ οι Βρετανοί καταγράφουν το 15% του συνόλου.
Οι διανυκτερεύσεις των Ολλανδών παρουσιάζουν σημαντική μεγέθυνση στο 13%, ενώ και των Γάλλων παρουσιάζουν ικανοποιητική αύξηση 7% τα τελευταία δύο χρόνια.
Από την άλλη, η κατανομή της δαπάνης ανά επισκέπτη παρουσιάζει διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά με την υψηλότερη δαπάνη ανά επισκέπτη να καταγράφουν οι Ελβετοί με 843 ευρώ και δευτερευόντως οι Ρώσοι με 802 ευρώ. Η χαμηλότερη μέση δαπάνη ανά ταξιδιώτη καταγράφεται από τους Ιταλούς με 560 ευρώ, ενώ η δαπάνη των Ολλανδών μεγεθύνεται σημαντικά σε σχέση με πέρυσι καθώς παρουσιάζεται αυξημένη κατά 15% περίπου.
Την υψηλότερη μέση διάρκεια παραμονής με 10 ημέρες καταγράφουν οι Ρώσοι, ενώ σημαντική είναι η διάρκεια που καταγράφουν τόσο οι Γερμανοί και οι Βρετανοί, όσο και οι Βέλγοι με 9 ημέρες.
Η Ελλάδα είναι φέτος η 7η χώρα στις προτιμήσεις των τουριστών από Η.Π.Α. καταγράφοντας φέτος αύξηση 74%.
Αναμένονται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα φετινά στοιχεία, ώστε να προσδιοριστεί το ποσοστό των τουριστικών εσόδων που διοχετεύεται στα εμπορικά καταστήματα των τοπικών αγορών. Σύμφωνα με τους ξενοδόχους, τα ταξιδιωτικά πρακτορεία συγκεντρώνουν μεγάλο ποσοστό από τα 14,6 δις ευρώ των συνολικών τουριστικών εσόδων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΕΜΥ της ΕΣΕΕ, ο Δείκτης Κύκλου Εργασιών του Εμπορίου υπολείπεται κατά πολύ από τον ΔΚΕ του Τουρισμού. Παρά το γεγονός ότι τα ετήσια έσοδα από τον εσωτερικό τουρισμό από το 70% συρρικνώθηκαν στο 5% και οι διανυκτερεύσεις από 7,5 εκ. σε 5 εκ., οι Έλληνες είναι ο βασικός αιμοδότης του τουρισμού όλο το έτος με έσοδα 2 δις ευρώ.
Εάν μάλιστα υπήρχε δείκτης ποιότητας τουριστών, ακόμα και με την παρούσα οικονομική μας κατάσταση, την πρωτιά θα κατείχαν οι Έλληνες…».