Φθινοπωρινά βράδια όπως αυτό της περασμένης Τρίτης γράφονται ιστορίες που, όσοι τις έζησαν ως πρωταγωνιστές θα τις διηγούνται στα εγγόνια τους με τη βεβαιότητα ότι δεν γίνονται πιστευτοί. Και θα χρειάζεται οι απόγονοι να ανατρέξουν στο youtube του μέλλοντος προκειμένου να επιβεβαιώσουν τα λεγόμενα των προγόνων τους. Κάποτε όχι πολλά χρόνια πριν, δεν υπήρχε καν αυτή η δυνατότητα.
Παρ’ όλα αυτά, οι ιστορίες που γράφονται τα φθινοπωρινά βράδια στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο είναι καταδικασμένες να τις θυμούνται σχεδόν αποκλειστικά οι άμεσα ενδιαφερόμενοι και κανείς άλλος. Βλέπετε, κατά κανόνα το φθινόπωρο δεν κρίνεται τίποτα: για να φτάσουμε σε αυτά που θυμάται ο περισσότερος κόσμος (και όχι απλώς οι πρωταγωνιστές και οι οπαδοί τους), θα πρέπει να μπει τουλάχιστον ο Απρίλης. Ό,τι έχει προηγηθεί είναι κυρίως για «εσωτερική κατανάλωση», άντε και για να γίνεται μια πολύ ωραία ιστοριούλα σε διάφορες ρετρό στήλες μετά από κάποια χρόνια. Κρατήστε το αυτό για τη συνέχεια…
Η Σέριφ νίκησε τη Ρεάλ μέσα στη Μαδρίτη με ήρωα έναν Έλληνα τερματοφύλακα που πριν λίγους μήνες έφαγε πέντε γκολ από τον Ολυμπιακό στο ΟΑΚΑ και συνολικά 14 τέρματα στα έξι ματς των πλέι οφ που αγωνίστηκε. Δίχως μάλιστα να καταφέρει να κρατήσει ούτε μια φορά ανέπαφη την εστία του, έστω σε ένα από τα δυο παιχνίδια κόντρα στον Αστέρα Τρίπολης. Μπορεί κάποιος να ψέξει την ΑΕΚ που δεν τον κράτησε στο ρόστερ της; Ασφαλώς όχι (οι μετά Χριστόν προφήτες είναι εκτός συναγωνισμού).
Ο Γιώργος Αθανασιάδης ήταν καταπληκτικός μέσα στο Μπερναμπέου, ωστόσο δεν είναι ο πρώτος Έλληνας γκολκίπερ που κάνει πάταγο σε αγώνα Τσάμπιονς Λιγκ στη Μαδρίτη, φορώντας μάλιστα τη φανέλα μιας πρωτάρας. Για να είμαι πιο ακριβής, δεν είναι καν ο πρώτος πρώην γκολκίπερ της ΑΕΚ που το καταφέρνει.
To 2009 ο Διονύσης Χιώτης κράτησε σχεδόν μόνος του το 0-0 στο Ατλέτικο – ΑΠΟΕΛ και επανέλαβε την καταπληκτική εμφάνισή του στο 1-1 της Κύπρου. Και δυο χρόνια αργότερα ήταν αυτός ο μεγάλος πρωταγωνιστής στην πρόκριση επί της Λιόν στα πέναλτι, που έστειλε τους Κύπριους στους «8» του UCL. Το αστείο είναι πως στo διάστημα που ο Σάκης ήταν ο μακράν κορυφαίος γκολκίπερ του κυπριακού πρωταθλήματος (και σχεδόν πάντα στους διακριθέντες στα ευρωπαϊκά ματς του ΑΠΟΕΛ), στην εθνική Ελλάδας έπαιζαν ο Χαλκιάς, ο Τζόρβας, ο Σηφάκης και ο Καρνέζης…
Είχε αδικηθεί ο Σάκης Χιώτης φεύγοντας από την ΑΕΚ το 2007 στα 30 του, εκεί όπου ανήκε από το 1994; Αλίμονο να το πει αυτό κάποιος για έναν τερματοφύλακα που η επόμενη ομάδα του ήταν η Κέρκυρα της Β’ εθνικής (όπου δεν ξανάπαιξε από τον Φεβρουάριο κι έπειτα). Το παράδοξο είναι ότι λίγους μήνες αργότερα βρέθηκε στον ΑΠΟΕΛ. Και αφού έκανε ντεμπούτο Οκτώβριο μήνα (είμαστε πια στο 2008), πέρασε μια τριετία μέχρι να αμφισβητηθεί σοβαρά και τελικά να περάσει στο περιθώριο με την έλευση του Ούρκο Πάρντο (ναι, του παιδιού που δεν κατάφερε να αρπάξει την ευκαιρία που του δόθηκε στη μετά Νικοπολίδη εποχή). Ακόμα και τότε όμως, σεζόν 2011/12, ο Χιώτης ήρθε από τον πάγκο για να γράψει ιστορία στα δυο παιχνίδια με τη Λιόν που έστειλαν τον ΑΠΟΕΛ στα προημιτελικά του Champions League…
Για να έχεις το δικαίωμα να θεωρείς εαυτόν αδικημένο φεύγοντας από κάποια ομάδα, θα πρέπει η εκεί παρουσία σου να μη συμβαδίζει με την απόφαση αποπομπής σου. Ή έστω να μην έχεις πάρει ευκαιρίες ώστε να δείξεις τι μπορείς να κάνεις. Το ότι στη συνέχεια μπορεί να κουμπώσεις στην επόμενη ομάδα σου και να τα πας εξαιρετικά, δεν σημαίνει σώνει και καλά ότι η πρώην σε αδίκησε…
Στις αγγλόφωνες χώρες υπάρχει ο όρος one-hit wonder που μεταφράζεται πιστά ως «το θαύμα μιας (και μοναδικής) επιτυχίας» και που στα ελληνικά θα μπορούσε να αποδοθεί ως επιτυχία της μιας βραδιάς. Αν και ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στη μουσική, πολλές φορές τον δανείζονται και άλλες κατηγορίες προκειμένου να καταδείξουν μια συγκυριακή επιτυχία. Στο ποδόσφαιρο, κατ’ εξαίρεση, το one-hit μπορεί να αναφέρεται σε μια ολόκληρη σεζόν και όχι μόνο σε μια μεμονωμένη βραδιά. Όπως συνέβη σε ευρωπαϊκό επίπεδο με την Ντνίπρο το 2015, την Αλαβές το 2001 και πάει λέγοντας. Κυρίως όμως, όπως συνέβη το 2004 με την εθνική του Ρεχάγκελ, σε αυτό που θα παραμένει ως το μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό θαύμα όλων των εποχών…
Τη στιγμή που μιλάμε η Σέριφ αποτελεί το πιο καυτό one-hit wonder του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Ομάδα με εκτιμώμενη χρηματιστηριακή αξία που πολύ δύσκολα θα την έφερνε στα πλέι οφ της Super League, η μόνιμη πρωταθλήτρια Μολδαβίας έχει ήδη ξεκινήσει με δυο εντυπωσιακές νίκες την παρθενική σεζόν της στους ομίλους του Champions League. Θεωρητικά, αυτό το 2/2 της εξασφαλίζει σε μεγάλο ποσοστό την 3η θέση, ενώ της δίνει και τεράστιο προβάδισμα για πρόκριση στους «16» αφού Ίντερ και Σαχτάρ είναι στο -5. Πόσοι όμως πιστεύουν ότι οι Μολδαβοί θα πάρουν έστω μια νίκη ακόμα στα εναπομείναντα τέσσερα ματς;
Μακάρι να τα καταφέρουν βεβαίως, στέλνοντας ένα μήνυμα κουράγιου και θάρρους σε όλες τις επίδοξες «Σέριφ» της Ευρώπης ότι μπορούν κι αυτές να ονειρεύονται. Η λογική ωστόσο λέει πως από εδώ και πέρα όλοι θα πάρουν τους Μολδαβούς στα σοβαρά. Αυτό θα είναι και το μεγαλύτερο επίτευγμα της Σέριφ: να αναγκάσει την Ίντερ και τη Ρεάλ να την αντιμετωπίσουν με τη βασική τους ενδεκάδα και όχι με μια πειραματική σύνθεση όπως έκανε ο Αντσελότι την Τρίτη. Βέβαια, όλοι περιμένουν να δουν πότε θα τελειώσει η ρέντα των Μολδαβών, διότι να δεχτείς μόλις ένα γκολ (κι αυτό από πέναλτι) σε 30 τελικές της Ρεάλ δεν μπορεί να συμβαίνει κάθε μέρα.
Εννοείται πως με το τελικό σφύριγμα στο Μπερναμπέου ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση για τα πρώτα «μέχρι και η Σέριφ έκανε διπλό στη Ρεάλ αλλά εμείς ακόμα…». Κι επίσης εννοείται πως στο προσκήνιο της μουρμούρας θα ήταν οι πιο χορτάτοι οπαδοί της Ελλάδας, αυτοί του Ολυμπιακού. Όχι όλοι βεβαίως, αλλά η μερίδα που αδυνατεί να κατανοήσει τα δεδομένα. Οι υπόλοιποι οπαδοί δεν βρίσκουν νόημα να γκρινιάξουν για οτιδήποτε ευρωπαϊκό, κατανοώντας ότι οι ομάδες τους είναι το πολύ για Conference League…
Καταρχάς είναι ντροπιαστικό το να βάζει κάποιος τον Ολυμπιακό στην ίδια πρόταση με τη Σέριφ. Ντροπιαστικό όχι για την ομάδα, αλλά για τον ίδιο και την αντιληπτική του ικανότητα. Έχουν περάσει κάμποσα χρόνια από τότε που τα μεγάλα ευρωπαϊκά κλαμπ αντιμετώπιζαν τους Ερυθρόλευκους με διάθεση ροτέισον και νοοτροπία «θα νικήσουμε ακόμα και με τα δεύτερα». Και σίγουρα όχι η Ρεάλ της μετά Ρονάλντο εποχής που μόλις πέρυσι διασύρθηκε εντός έδρας από τα δεύτερα της Σαχτάρ και που στα προηγούμενα χρόνια είχε χάσει 0-3 από την ΤΣΣΚΑ Μόσχας και 1-4 από τον Άγιαξ.
Όσο κι αν έχει ανοίξει η ψαλίδα μεταξύ των τοπ ομάδων και όλων των υπολοίπων (αποτελέσματα όπως το 1-5 της Λίβερπουλ στο Ντραγκάο το επιβεβαιώνουν), ο Ολυμπιακός έχτισε ένα όνομα στην Ευρώπη που επιβάλει σε κάθε αντίπαλο να τον πάρει στα σοβαρά. Όσο σοβαρά τον πήρε πέρυσι ο Γκουαρντιόλα, πρόπερσι ο Ποτσετίνο και ο Μουρίνιο και πάει λέγοντας. Για να το πω όσο πιο απλά γίνεται, ο Ολυμπιακός δύσκολα θα έχει την πολυτέλεια να τον υποτιμήσει κάποιος αντίπαλος, ακόμα κι αν είναι η Μπάγερν στα ντουζένια της. Κι αυτό είναι ένα παράσημο που δεν μπορεί να το αγνοήσει κανείς.
Για μια ομάδα που έχει τόσες συμμετοχές στο Champions League, νίκες επί τεράστιων κλαμπ και τρία σερί διπλά (και μια επική πρόκριση) μέσα στο Έμιρεϊτς, το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού δεν υφίσταται. Αυτό σημαίνει πως καλείται κάθε φορά να κοντράρει έναν αντίπαλο που θα δίνει τον καλύτερό του εαυτό, γνωρίζοντας πως κάτι λιγότερο από αυτό μπορεί να κοστίσει ακριβά. Και επειδή συζητάμε για τον Ολυμπιακό και όχι για κάποια άλλη ελληνική ομάδα με… πιστοποίηση στην εύνοια της τύχης, σε ματς με 30-4 τελικές θα ήταν αδύνατον να διανοηθεί έστω και ισοπαλία.
Η Σέριφ μπορεί να μην ξαναπαίξει στο Champions League μέσα στην επόμενη δεκαετία. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με τον ΑΠΟΕΛ που το 2012 έφτασε στα προημιτελικά και στα επόμενα δέκα χρόνια πήγε μια φορά στους ομίλους (2017/18) όπου έμεινε χωρίς νίκη και ένας θεός ξέρει αν και πότε θα ξαναδεί σεντόνι. Μεταξύ μας, ο Ολυμπιακός δεν έχει αποκλείσει ποτέ αντίπαλο σε νοκ άουτ αγώνα του Τσάμπιονς Λιγκ, όπως έκαναν οι Κύπριοι με τη Λιόν. Υπάρχει έστω κι ένας άνθρωπος που να πιστεύει ότι είναι μικρότερο ή έστω ισάξιο μέγεθος με τον ΑΠΟΕΛ;
Και στην τελική, είναι δυνατόν ο Ολυμπιακός να ζηλέψει το one-hit wonder της Σέριφ ή έστω εκείνο του ΑΠΟΕΛ; Οι παλιοί, αυτοί που την έζησαν δηλαδή, θα θυμούνται μέχρι να πεθάνουν την πρόκριση επί του Άγιαξ το 1983. Για πολλά χρόνια, εκείνη η βραδιά στο ΟΑΚΑ ήταν σημείο αναφοράς στις ομολογουμένως φτωχές ευρωπαϊκές αναμνήσεις των Ολυμπιακών του περασμένου αιώνα, παρότι μόλις τρεις μέρες νωρίτερα οι Πειραιώτες είχαν χάσει από τον ΠΑΟΚ στις Σέρρες με το συντριπτικό 4-0. Κάποια στιγμή όμως το (ευρωπαϊκό) χαρτί γύρισε.
Ο 30άρης που έχει δει τον Ολυμπιακό να αποκλείει στον ίδιο όμιλο Άγιαξ και Πόρτο (και να μένει έξω από τα ημιτελικά λόγω αέρα και γκίνιας), Λάτσιο και Βέρντερ, Μπενφίκα και Άντερλεχτ, που έζησε τη θριαμβευτική βραδιά του 3-1 με τη Μίλαν ή τη νύχτα θαυμάτων στο Έμιρεϊτς πρόπερσι, θεωρεί εκείνη τη μεμονωμένη επιτυχία ως κάτι συγκυριακό. Πράγμα αυταπόδεικτο βεβαίως, αν κοιτάξει κάποιος τις σεζόν που είχαν προηγηθεί αλλά κι εκείνες που ακολούθησαν μέχρι να φτάσουμε στην εποχή του Champions League. Αν μάλιστα συμπεριλάβουμε αναλυτικά τις μεγάλες νίκες που έχουν πάρει οι Ερυθρόλευκοι στους ομίλους μονάχα την τελευταία δεκαετία, γεμίζουμε άνετα ένα ακόμη κείμενο για πλάκα.
Κατά τα λοιπά, σύλλογοι που προέρχονται από χώρες με ποδοσφαιρική τεχνογνωσία πολλών δεκαετιών, θα μπορούν ανά τακτά διαστήματα να εμφανίζονται άκρως ανταγωνιστικοί ακόμα κι αν δεν έχουν πολύ μεγάλο μπάτζετ. Μπορεί στο μυαλό του μέσου Έλληνα οπαδού η Μπριζ (που προχθές έκανε κηδεία στη Λειψία, μετά την ισοπαλία της πρεμιέρας με την Παρί), η Άντερλεχτ και ακόμα η Σταντάρ Λιέγης, η Γκενκ ή η Αντβέρπ να μη φαντάζουν ως σπουδαία μεγέθη. Οφείλει ωστόσο να γνωρίζει πως η Άντερλεχτ έχει τρία ευρωπαϊκά τρόπαια και τρεις χαμένους τελικούς, άλλους δυο η Μπριζ (και έναν ακόμη η Αντβέρπ το 1993), ενώ συνολικά το βελγικό ποδόσφαιρο αναδεικνύει από τις ακαδημίες των ομάδων του παγκόσμια αστέρια. Εκτός αν νομίζετε ότι ο Λουκάκου, ο Ντε Μπρόινε, o Μέρτενς, ο Βίτσελ και οι υπόλοιποι σούπερ σταρ έμαθαν μπάλα στη Βραζιλία ή την Αργεντινή…
Οι ερυθρόλευκες επιτυχίες της τελευταίας δεκαετίας ειδικά έχουν τεράστια αξία επειδή ήρθαν σε μια εποχή που η Ελλάδα ήταν/είναι ουσιαστικά χρεοκοπημένη (και αφήστε την κάθε κυβέρνηση να σας λέει για αριθμούς που ευημερούν την ώρα που κοιτάτε την άδεια τσέπη σας), μια χρεωκοπία η οποία επηρέασε άμεσα και το ποδόσφαιρο.
Μια ματιά στα όσα βιώνει ακόμα και σήμερα το δεύτερο μεγαλύτερο μέγεθος του ελληνικού αθλητισμού, ο Παναθηναϊκός δηλαδή, είναι αρκετή για να πείσει και τον πλέον δύσπιστο. Και παρόλο που οι διαφορές μεταξύ «πλούσιων» και «φτωχών» εκτινάσσουν την αγωνιστική διαφορά σε αδιανόητα ύψη, ο Ολυμπιακός, δίχως την κληρονομιά ομάδων που προέρχονται από παραδοσιακά πιο προηγμένες ποδοσφαιρικά χώρες, υπενθυμίζει ανά τακτά χρονικά διαστήματα στην Ευρώπη πως υπάρχει κάτι ελληνικό που μπορεί να το παίρνει στα σοβαρά. Έστω και στο ποδόσφαιρο…