Ο Τζίμι Γκριβς ήταν προικισμένος με ένα χάρισμα που λίγοι ποδοσφαιριστές διέθεταν στην εποχή του: Κατάφερνε μέσα σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα, όταν η μπάλα έφτανε στα πόδια του και ενώ είχες ξεχάσει ότι βρισκόταν στον αγωνιστικό χώρο, να μαγνητίζει οπαδούς και αντιπάλους με την ικανότητά του στο σκοράρισμα. Σαν μια ξαφνική αχτίδα φωτός στα μουντά σαββατιάτικα απογεύματα των αγγλικών γηπέδων, ο παίκτης της Τότεναμ αποδείκνυε σε κάθε δοθείσα ευκαιρία ότι ήταν φυσικό ταλέντο, ένας χαρισματικός σκόρερ με μοναδικό στόχο να «σκοτώσει» τους αντιπάλους του.
Έχοντας πετύχει τα περισσότερα γκολ στην ιστορία του αγγλικού πρωταθλήματος, ο Γκριβς θεωρήθηκε από πολλούς ο πιο γνήσιος σκόρερ που πέρασε από το Νησί. Με δύο καλά πόδια, αλλά και αξιοζήλευτη αποτελεσματικότητα στο ψηλό παιχνίδι, παρά το ύψος του, ο Γκριβς πέτυχε 132 γκολ σε 169 αγώνες με τη φανέλα της Τσέλσι στο διάστημα 1957-1960, έκανε ένα διάλειμμα σε ιταλικό έδαφος για χάρη της Μίλαν και επέστρεψε στην Αγγλία για να συνεχίσει το απίθανο κρεσέντο του. Άφησε το στίγμα του φορώντας τη φανέλα της Τότεναμ, ως ο μεγαλύτερος σκόρερ της ομάδας, με 266 γκολ σε 379 συμμετοχές.
Ο Γκριβς τα κατάφερε σπουδαία στα Σπιρούνια, ωστόσο η σχέση του με την Εθνική ομάδα της χώρας του ήταν αυτή που έμελλε να τον σημαδέψει. Με 44 γκολ σε 57 εμφανίσεις με τα λιοντάρια, έχοντας μάλιστα πετύχει τον μεγαλύτερο αριθμό χατ-τρικ από οποιονδήποτε άλλο συμπατριώτη του, έξι συνολικά, ο Γκριβς είχε την ελπίδα πως το Μουντιάλ του 1966 θα τον έβρισκε παγκόσμιο πρωταθλητή. Εν μέρει δικαιώθηκε: η Αγγλία αναδείχθηκε πρωταθλήτρια, αλλά ο ίδιος δε φόρεσε το χρυσό μετάλλιο για το οποίο τόσο είχε κοπιάσει. Μια κλοτσιά στο καλάμι στη νίκη απέναντι στη Γαλλία του κόστισε 14 ράμματα και τη θέση του στη ενδεκάδα. Ο Τζεφ Χαρστ τον αντικατέστησε στα προημιτελικά και, παρά το γεγονός ότι ήταν έτοιμος να επιστρέψει στο γήπεδο, ο Άλαν Ράμσεϊ επέλεξε να κρατήσει τον Χαρστ στο βασικό σχήμα μέχρι τον τελικό. Ο Γκριβς όχι μόνο δεν αγωνίστηκε στη νίκη με 4-2 επί της Δυτικής Γερμανίας, που χάρισε στους Άγγλους το τρόπαιο, αλλά δεν πήρε καν το χρυσό μετάλλιο, το οποίο απονεμήθηκε μόνο στους 11 παίκτες της νικήτριας ομάδας που βρίσκονταν στο γήπεδο.
Αυτή ήταν η αρχή του τέλους για τον 26χρονο τότε διεθνή. Αγωνίστηκε τρεις μόνο φορές μέχρι το τέλος της καριέρας του με την Εθνική και αποσύρθηκε νέος, στο τέλος του 1971, στα 31 του χρόνια. Όπως ο ίδιος παραδέχθηκε αργότερα, η μάχη του με τον αλκοολισμό του στοίχισε σχεδόν μια δεκαετία από τη ζωή του. Ομολόγησε ότι έπινε περισσότερες από 10 μπίρες και ένα μπουκάλι βότκα την ημέρα. Το πάθος του για το αλκοόλ τον οδήγησε σύντομα στην καταστροφή της επαγγελματικής και προσωπικής του ζωής. Αφού πτώχευσε και πήρε διαζύγιο, ο Γκριβς αποφάσισε να μην επιτρέψει στον εθισμό του να ορίζει περαιτέρω τη ζωή του. Έκοψε το ποτό και στο τέλος της δεκαετίας του ’70 επανήλθε στον αγαπημένο του χώρο ως ποδοσφαιρικός σχολιαστής στον Τύπο και την τηλεόραση.
Αυτό που τόσο άδικα στερήθηκε το 1966, το χρυσό μετάλλιο του Παγκοσμίου Κυπέλλου, κατάφερε να το προσθέσει στη συλλογή του το 2009, μετά από σχετική απόφαση της FIFA. Όχι για πολύ όμως: το πούλησε σε δημοπρασία λίγα χρόνια αργότερα για να καλύψει τα ιατρικά του έξοδα, καθώς το 2012 υπέστη εγκεφαλικό. Αν και μπόρεσε να αναρρώσει πλήρως, ένα νέο, σοβαρότερο εγκεφαλικό το 2015 τον καθήλωσε σε αναπηρικό αμαξίδιο, στερώντας του τη δυνατότητα της ομιλίας.
Ο Τζίμι Γκριβς πέθανε χθες, στα 81 του χρόνια, αφήνοντας στους λάτρεις του ποδοσφαίρου αναμνήσεις που θα κρατήσουν για πάντα: αναμνήσεις ξεχωριστές, μοναδικές, όπως η ζωή του.