Ο απολογισμός των θυμάτων της επίθεσης τζιχαντιστών της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος στο διεθνές αεροδρόμιο της Καμπούλ έχει φθάσει τους 103 νεκρούς, σύμφωνα με πληροφορίες της εφημερίδας The Wall Street Journal.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας, νεκροί είναι τουλάχιστον 90 Αφγανοί και τουλάχιστον 13 μέλη των ένοπλων δυνάμεων των ΗΠΑ.
O Τζο Μπάιντεν διαμηνύει ότι «θα κυνηγήσουν» τους δράστες
Καμικάζι της τζιχαντιστικής οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος (ΙΚ) επιτέθηκαν χθες Πέμπτη στο πλήθος Αφγανών που περίμενε στο διεθνές αεροδρόμιο της Καμπούλ με την ελπίδα να μπορέσει να φύγει από τη χώρα για να σωθεί από το νέο καθεστώς των Ταλιμπάν, σκοτώνοντας δεκάδες ανθρώπους, ανάμεσά τους 12 Αμερικανούς στρατιωτικούς.
Αυτή η πρώτη φονική επίθεση μετά την επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία την 15η Αυγούστου καταγράφηκε μερικές ημέρες προτού αποπερατωθεί η αποχώρηση των ένοπλων δυνάμεων των ΗΠΑ, την 31η Αυγούστου, έπειτα από 20 χρόνια άκαρπου πολέμου με τους ισλαμιστές.
Η διπλή έκρηξη σκότωσε τουλάχιστον 12 Αμερικανούς στρατιωτικούς και τραυμάτισε άλλους 15, σύμφωνα με το Πεντάγωνο. Το καθεστώς των Ταλιμπάν έκανε λόγο για 20 νεκρούς και 52 τραυματίες. Άλλες πηγές δίνουν πολύ πιο βαρύ απολογισμό. Το CBS News, επικαλούμενο το αφγανικό υπουργείο Υγείας, έκανε λόγο για τουλάχιστον 90 νεκρούς. Το Αλ Αραμπίγια έκανε λόγο για τουλάχιστον 72 νεκρούς και 158 τραυματίες.
Την ευθύνη ανέλαβε το ΙΚ.
Μια τρίτη ισχυρή έκρηξη ακούστηκε τα μεσάνυχτα στην Καμπούλ, προκαλώντας τον φόβο πως βρισκόταν σε εξέλιξη νέα επίθεση. Όμως το καθεστώς των Ταλιμπάν ανέφερε λίγο αργότερα ότι επρόκειτο για καταστροφή εξοπλισμού του αμερικανικού στρατού στο αεροδρόμιο, κάτι που δεν επιβεβαιώθηκε άμεσα από τις ΗΠΑ.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, ο οποίος εκφράστηκε από τον Λευκό Οίκο για την κρίση στο Αφγανιστάν, διαβεβαίωσε πως η επιχείρηση θα «συνεχιστεί» ως την 31η Αυγούστου, που επιβεβαίωσε ότι παραμένει η προθεσμία για την αποπεράτωση της επιχείρησης εκκένωσης και την αποχώρηση του αμερικανικού στρατού από τη χώρα. Υπεραμύνθηκε εκ νέου της απόφασής του να προχωρήσει στην αποχώρηση.
Χαρακτηρίζοντας «ήρωες» που εκτελούσαν «επικίνδυνη και αλτρουιστική αποστολή για να σώσουν τις ζωές άλλων» τους πεσόντες, ο κ. Μπάιντεν διεμήνυσε ότι οι ΗΠΑ θα «καταδιώξουν» το ΙΚ, θα ανταποδώσουν το πλήγμα με «δύναμη και ακρίβεια»: «θα τους κάνουμε να πληρώσουν», τόνισε. Έχει ήδη ζητήσει να καταρτιστούν και να του παρουσιαστούν επιχειρησιακά σχέδια για να χτυπηθεί το Ισλαμικό Κράτος στο Χορασάν (ΙΚΧ), πρόσθεσε, λέγοντας πως θα εμπλέξει επιπλέον δυνάμεις εάν απαιτηθεί.
«Δεν θα ξεχάσουμε, δεν θα συγχωρήσουμε, θα σας κυνηγήσουμε και θα πληρώσετε», είπε ο κ. Μπάιντεν, απευθυνόμενος στους υπεύθυνους για το μακελειό.
Αντιδρώντας στην επίθεση, ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, ο Αντόνιο Γκουτέρες, συγκάλεσε νωρίτερα έκτακτη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας για το Αφγανιστάν.
Η Ουάσινγκτον είχε καταστήσει σαφές ήδη νωρίτερα πως θα συνεχίσει την επιχείρηση απομάκρυνσης ξένων και Αφγανών πολιτών, καθώς ο χρόνος πιέζει ασφυκτικά πια.
Δυτικές κυβερνήσεις καταδίκασαν την επίθεση τονίζοντας πως δεν πρέπει να σταματήσει η επιχείρηση εκκένωσης, που ως χθες επέτρεψε να εγκαταλείψουν τη χώρα σχεδόν 100.000 άνθρωποι.
Χιλιάδες Αφγανοί συνέχιζαν να είναι συγκεντρωμένοι χθες στο διεθνές αεροδρόμιο παρά τις προειδοποιήσεις που είχαν απευθύνει οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ, της Βρετανίας, της Αυστραλίας και άλλων κρατών περί επικείμενης «τρομοκρατικής» ενέργειας.
Το νέο καθεστώς των Ταλιμπάν, μέσω του εκπροσώπου του Ζαμπιουλά Μουτζάχιντ, με τη σειρά του «καταδίκασε σθεναρά» τις «βομβιστικές επιθέσεις», σπεύδοντας να τονίσει πως διαπράχθηκαν στον τομέα ευθύνης του αμερικανικού στρατού.
Μετά την ταχεία ανακατάληψη της εξουσίας από τους ισλαμιστές αντάρτες, το μεγάλο αεροδρόμιο της Καμπούλ είναι η τελευταία τοποθεσία του Αφγανιστάν όπου βρίσκονται ξένα στρατεύματα, κυρίως μέλη του στρατού των ΗΠΑ.
NATO και ΕΕ κάλεσαν να συνεχιστεί η επιχείρηση εκκένωσης στην Καμπούλ παρά την «τρομοκρατική επίθεση».
Πανικός
Η καγκελάριος της Γερμανίας Άγγελα Μέρκελ καταδίκασε την «απόλυτα ειδεχθή» επίθεση. Το Βερολίνο ανακοίνωσε ότι ολοκλήρωσε τις πτήσεις στο πλαίσιο της επιχείρησης εκκένωσης, όπως και η Ολλανδία, ο Καναδάς, το Βέλγιο. Άλλες χώρες, ανάμεσά τους η Βρετανία και η Γαλλία, έκαναν σαφές πως συνεχίζουν τις επιχειρήσεις απομάκρυνσης ανθρώπων.
Μετά τις εκρήξεις το Παρίσι ανακοίνωσε τον επαναπατρισμό στο Παρίσι, για λόγους ασφαλείας, του πρεσβευτή Νταβίντ Μαρτινόν, που παρέμενε στο αεροδρόμιο ως χθες.
Σύμφωνα με στρατιωτικές πηγές η μια από τις εκρήξεις έγινε κοντά στην πύλη Άμπι, μια από τις τρεις προσβάσεις στο νοσοκομείο.
«Ήταν μια πελώρια έκρηξη μέσα στο πλήθος που περίμενε μπροστά σε πύλη του αεροδρομίου», είπε στο Γαλλικό Πρακτορείο αυτόπτης μάρτυρας, ο Μιλάντ.
Άλλος αυτόπτης μάρτυρας είδε «έναν άνδρα να τρέχει κρατώντας στην αγκαλιά του ένα τραυματισμένο παιδί».
Ο ρυθμός των πτήσεων, που επιταχυνόταν τις προηγούμενες ημέρες, είχε αρχίσει να επιβραδύνεται την Τετάρτη.
Σύμφωνα με καταμέτρηση του Λευκού Οίκου το πρωί χθες Πέμπτη, 13.400 άνθρωποι απομακρύνθηκαν τις προηγούμενες 24 ώρες, οι 5.100 με αμερικανικά μεταγωγικά και 8.300 με 74 συμμαχικά αεροσκάφη, παρά το χάος στο αεροδρόμιο από τη μαζική ροή υποψηφίων προσφύγων.
Προχθές Τετάρτη ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας, ο Άντονι Μπλίνκεν, διαβεβαίωσε πως οι Ταλιμπάν δεσμεύθηκαν να αφήσουν τους Αμερικανούς και Αφγανούς που «κινδυνεύουν» να φύγουν ακόμη και μετά την 31η Αυγούστου. Η Γερμανία ανέφερε πως έλαβε διαβεβαιώσεις ότι οι εμπορικές πτήσεις θα μπορέσουν να ξαναρχίσουν.
«Οδυνηρή στιγμή»
Το επικείμενο τέλος της επιχείρησης εκκένωσης εγείρει την ανησυχία ότι πολλοί Αφγανοί που εργάστηκαν τα τελευταία χρόνια για τις ξένες δυνάμεις ή για την υποστηριζόμενη από τη Δύση κυβέρνηση -η οποία κατέρρευσε- και αισθάνονται πως απειλούνται από τους Ταλιμπάν, δεν θα μπορέσουν να φύγουν έγκαιρα.
«Πρόκειται για οδυνηρή στιγμή» διότι «κόσμος που είχε δικαίωμα να μεταφερθεί στην Ολλανδία θα εγκαταλειφθεί», συνόψισαν η ολλανδή υπουργός Εξωτερικών Σίγκριντ Κάαχ και η ολλανδή υπουργός Άμυνας Ανκ Μπάιλεβελντ.
Το ΙΚΧ έχει αναλάβει την ευθύνη για ορισμένες από τις πιο πολυαίμακτες επιθέσεις των τελευταίων ετών στο Αφγανιστάν, με εκατοντάδες νεκρούς. Βάζει στο στόχαστρο πάνω απ’ όλα μουσουλμάνους που θεωρεί συλλήβδην αιρετικούς, ιδίως τους σιίτες. Ανέλαβε έτσι την ευθύνη για την επίθεση εναντίον σιιτικού γάμου στην Καμπούλ τον Αύγουστο του 2019, που είχε στοιχίσει τη ζωή σε 91 ανθρώπους.
Παρότι πρόκειται για δυο σουνιτικές ριζοσπαστικές ένοπλες οργανώσεις, το ΙΚ και οι Ταλιμπάν έχουν ανταγωνιστική σχέση που χαρακτηρίζεται από το αμοιβαίο μίσος.
Την Πέμπτη αναλυτές είχαν επισημάνει πως η δραστηριότητα του ΙΚΧ είχε σταματήσει σχεδόν τελείως για 12 ημέρες, πιθανή ένδειξη πως σχεδίαζε μεγάλη επίθεση.
Οι προειδοποιήσεις όμως δεν απέτρεψαν, πριν από τις εκρήξεις, τους χιλιάδες Αφγανούς να παραμείνουν στην περιοχή του αεροδρομίου.
Πολλοί Αφγανοί φοβούνται πως οι Ταλιμπάν θα επιβάλλουν το ίδιο είδος φονταμενταλιστικού, βάρβαρου καθεστώτος όπως αυτό που καταδυνάστευε τη χώρα από το 1996 ως το 2001.
Ειδικά οι γυναίκες και τα μέλη εθνικών μειονοτήτων ανησυχούν για την τύχη τους.
Αφού κατέλαβαν ξανά την εξουσία, οι Ταλιμπάν αποπειρώνται να παρουσιάσουν πιο μετριοπαθές πρόσωπο, χωρίς να πείθουν πολλούς.