Η Ελλάδα είναι μια χώρα που κατά βάση κατοικείται από ασόβαρους πολίτες και κυβερνάται από ασόβαρους πολιτικούς. Στους πρώτους εντάσσω και τον εαυτό μου, αφού θα ήταν υποκριτικό να βγάλει οποιοσδήποτε την ουρά του απέξω, ακόμα κι αν ελάχιστα ταυτίζεται με το χάλι μας. Κατά βάση ασόβαροι ψηφίζουμε και εκλέγουμε επίσης κατά βάση ασόβαρους και το κακό διαιωνίζεται. Δεν ξέρω αν ήταν πιο σοβαρή η χώρα μας πριν τη δεκαετία του ’80, από την οποία ξεκινούν οι αναμνήσεις και οι εμπειρίες μου. Για τα τελευταία 40 χρόνια όμως μπορώ να είμαι βέβαιος. Και για κάθε Πιερρακάκη που σπάει τον κανόνα της ασοβαρότητας, υπάρχουν καμιά 200αριά που μου έρχονται πρόχειρα στο μυαλό και που τον τηρούν κατά γράμμα.
Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ούτε αυτός: απλούστατα επειδή δεν εξελέγη μέσα από εκλογική διαδικασία αλλά τοποθετήθηκε στο πόστο του ως επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη. Όταν θα έρθει η ώρα να εκλεγεί, τότε θα το συζητήσουμε. Κι εκεί θα δούμε αν η ασόβαρη πλειοψηφία μπορεί εντέλει να αξιολογήσει και να επιβραβεύσει αναλόγως έναν σοβαρό για το δεδομένο έργο του ή αν θα προτιμήσει την «πεπατημένη» των γραφικών, των μαϊντανών, των παιδιών του κομματικού σωλήνα και αυτών που φωνάζουν στα τηλεοπτικά παράθυρα επειδή στην πραγματικότητα δεν έχουν κάτι αξιόλογο να πουν…
Οτιδήποτε στραβό υπάρχει ή συμβαίνει γύρω μας, είναι σαφέστατα προϊόν έλλειψης σοβαρότητας. Η οποία με τη σειρά της πηγάζει από ένα σωρό πράγματα που δεν είναι της παρούσης να αναλυθούν. Οι περισσότεροι το αντιλαμβάνονται από μόνοι τους. Κάποιοι περισσότερο δύσπιστοι χρειάζεται απλώς να βρεθούν για λίγες μέρες στο εξωτερικό: ακόμα κι αν ο προορισμός δεν είναι ο πλέον προηγμένος, μια μέση κατάσταση μπορεί εξίσου εύκολα να αναδείξει τις διαφορές.
Θα αντισταθώ στον πειρασμό να μπω στη διαδικασία περαιτέρω πολιτικών και εθνικών αναφορών. Έτσι κι αλλιώς, δεν χρειάζεται καν να φτάσουμε ως εκεί προκειμένου να αναδείξουμε το θέμα της ελληνικής ασοβαρότητας που διαπνέει το καθετί στην καθημερινή ρουτίνα μας*. Μιλώντας για καθημερινότητα, η δική μου έχει να κάνει με τις ειδήσεις που σχετίζονται κατά βάση με τον κόσμο του αθλητισμού. Παρότι αυτή η καθημερινότητα έχει επαγγελματική χροιά για μένα, είναι πάρα πολλοί εκείνοι που τη μοιράζονται, ως αναγνώστες και εντέλει ως κριτές. Είναι αυτοί που προσπαθούσα και προσπαθώ πάντα να σέβομαι, είτε είχαν πληρώσει κάποιο αντίτιμο για να με διαβάσουν εντύπως είτε εντελώς δωρεάν ηλεκτρονικώς. Αν και είναι αλήθεια πως αυτό που πληρώνεις το σέβεσαι πάντα λίγο παραπάνω…
Από το καλοκαίρι του 2007 που ο αείμνηστος Θόδωρος Νικολαΐδης με έκανε… βιαίως ρεπόρτερ Ολυμπιακού και για όσα καλοκαίρια (και χειμώνες) πέρασαν έκτοτε με αυτό το «βάρος», είχα μια πολύ συγκεκριμένη προσέγγιση στο καθημερινό ρεπορτάζ: σεβασμός στον αναγνώστη σημαίνει, μεταξύ άλλων, να μην του πετάς δέκα ονόματα παικτών τη μέρα. Και πάνω απ’ όλα, να φιλτράρεις αυτά που γράφεις ώστε να είναι ρεαλιστικά και να μην κινδυνεύεις να φας γιαούρτια μετά από λίγες εβδομάδες.
Για να είμαι ειλικρινής, στα γιαούρτια έπεσα έξω. Κανένας ρεπόρτερ δεν έφαγε γιαούρτι (με ή χωρίς τον κεσέ) στα μούτρα επειδή αυτά που έγραψε ήταν εξωπραγματικά σε βαθμό… ψεκασμού. Ίσα – ίσα, επιβραβεύτηκε κιόλας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Δίχως να έχω κατανοήσει ακόμη τον μηχανισμό, ο μέσος αναγνώστης (εφημερίδας και όχι μόνο) είναι σα να κάνει ένα εγκεφαλικό ριστάρτ κάθε πρωί που δεν του επιτρέπει να θυμάται τι γράφτηκε και τι διάβασε την αμέσως προηγούμενη μέρα. Πέρα και πάνω απ’ όλα όμως, είναι η ανάγκη, ο εθισμός ή απλώς η συνήθειά του για παραμύθι. Και για παραμύθιασμα…
Τα εκτρώματα που έχουν γραφτεί κατά τους καλοκαιρινούς μήνες στον ελληνικό Τύπο θα μπορούσαν να έχουν κλείσει ένα σωρό ΜΜΕ πολύ πριν αυτά βάλουν λουκέτο – ή συρρικνωθούν – λόγω κρίσης. Και αντίστοιχα, θα είχαν στείλει κάμποσους δημοσιογράφους – ρεπόρτερ στη φυλακή, αν υπήρχε η Αστυνομία Αθλητικού Τύπου που με ευχαρίστηση θα υποδεχόμουν τη θέσπισή της.
Μόνο για τον Ολυμπιακό, έχουν γραφτεί πράγματα που λες «δεν μπορεί, αυτοί οι τύποι που τα έγραψαν θα πρέπει τώρα να κάνουν κάποια άλλη δουλειά». Και όμως, στη συντριπτική πλειοψηφία τους είναι ακόμη εκεί. Για να καταλάβετε, υπάρχουν άνθρωποι που έχουν γράψει στα σοβαρά το όνομα του Λαβέτσι, την εποχή που ο Αργεντινός αμειβόταν με 27 εκ. ευρώ τον χρόνο στην Κίνα. Ή που… πανηγύριζαν επειδή ο δανεισμός του Βινάγκρε συμπεριλάμβανε οψιόν αγοράς 25 εκ. ευρώ!
Δε χρειάζεται καν να κάνουμε ταξίδι στον χρόνο για να συναντήσουμε «ρεπορτάζ» που σε κάνουν να αναρωτιέσαι τόσο γι’ αυτούς που τα γράφουν, όσο και για εκείνους που τα διαβάζουν. Πέρυσι για παράδειγμα γραφόταν παίκτης που έμεινε ελεύθερος από την Παρί και που είχε ήδη συμφωνήσει με την Μπάγερν και η οποία τον ανακοίνωσε την πρώτη μέρα της επίσημης έναρξης των μεταγραφών (Τανγκί Νιανζού). Ή να γράφονται ονόματα που μετά από λίγες μέρες ή λίγους μήνες κάνουν μεταγραφές 20 εκ. και βάλε (όπως ο Ντε Τομάς που πήγε από την Μπενφίκα στη Ρεάλ το 2019)…
Μέχρι και πριν από λίγα 24ωρα υπήρχαν κάποιοι που συνέχιζαν να συνδέουν το όνομα του Κώστα Μανωλά με τον Ολυμπιακό, επινοώντας μάλιστα και… τρόπους βάσει των οποίων θα μπορούσε να κλείσει το deal. Κι εντάξει να το γράψει ένα απίθανο ιταλικό σάιτ που δεν γνωρίζει τι ισχύει έξω από τα σύνορα της χώρας του. Οι εδώ όμως;
Ο Κώστας Μανωλάς αγοράστηκε το 2019 έναντι 36 εκ. από τη Νάπολι, όταν η εκτιμώμενη (από το transfermarkt) αξία του έφτανε τα 45 εκ. ευρώ. Δυο χρόνια μετά, αυτή η εκτιμώμενη αξία έχει πέσει στα μισά (23 εκ.). Με δεδομένο όμως ότι ο Μανωλάς έχει άλλα τρία χρόνια συμβόλαιο με τους Ναπολιτάνους, καθίσταται σαφές πως η ομάδα του μπορεί να ζητήσει ό,τι ποσό θέλει. Κι όμως, μέχρι και πριν από λίγες μέρες υπήρχαν άνθρωποι που δηλώνουν επαγγελματίες και που ούτε λίγο πολύ έλεγαν ή υπονοούσαν ότι η Νάπολι θα μπορούσε να τον αφήσει ελεύθερο. Γιατί; Γιατί έτσι! Θα αφήσουμε μια μικρή λεπτομέρεια να μας χαλάσει ένα τόσο όμορφο παραμύθι;
Το ότι ο παίκτης παίρνει περίπου 4 εκ. ευρώ ετησίως δεν το σχολιάζω καν. Για έναν μπαρουτοκαπνισμένο – και πάντα μπρούκλη – ρεπόρτερ που έχει «φέρει» ακόμα και τον Λαβέτσι στο Καραϊσκάκη, όλα είναι εύκολα: «Ολυμπιακός είναι ο Κωστάκης, θα κάνει σκόντο 2-3 εκατομμύρια και θα γυρίσει στην αγαπημένη του ομάδα». Μόνο ότι θα πουλήσει τη Ferrari του και θα κυκλοφορεί με Κουπεράκι για τον Θρύλο δεν διάβασα, αλλά στην τελική αυτό είναι πολύ πιο ρεαλιστικό από το να λες ότι ένας παίκτης που κοστολογείται τουλάχιστον με 20 εκ. θα φύγει τσάμπα επειδή «θέλει να γυρίσει στην ομάδα της καρδιάς του».
Είπαμε όμως. Δεν είναι ασόβαροι μόνο αυτοί που τα γράφουν, αλλά κι εκείνοι που τα διαβάζουν και τα πιστεύουν. Ή έστω, που δεν τα απορρίπτουν μετά βδελυγμίας από την πρώτη τελεία και σκέφτονται «ρε λες;», αρνούμενοι να «εκπαιδευτούν» μετά από τόσα χρόνια εμπειρίας στο παπατζιλίκι. Όσο κι αν κατανοώ την ανάγκη του οπαδού για παραμύθιασμα, δεν είναι δυνατόν να απουσιάζει από πολλούς οτιδήποτε σχετίζεται με κριτική σκέψη και ρεαλισμό.
Και δεν δικαιολογώ ούτε τους παλαιότερους. Εκείνους δηλαδή, που πρόλαβαν μεταγραφές Τζιοβάνι ή Ζάχοβιτς (δεν βάζω τον Ριβάλντο γιατί ήταν ελεύθερος) ή ακόμα πιο πίσω του Ντέταρι. Δεν είναι δυνατόν να μην μπορείς να κατανοήσεις ότι ήταν άλλα τα – οικονομικά και κοινωνικά – δεδομένα στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και άλλα τα τωρινά. Ακόμα και η μεταγραφή – μαμούθ του Ντιόγκο ανήκει σε μια «άλλη» εποχή που δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή. Θυμηθείτε ότι μόλις δυο χρόνια αργότερα ο Σωκράτης Κόκκαλης έφευγε τρέχοντας από τον Ολυμπιακό και χρειάστηκε μια πολύ μεγάλη επένδυση προκειμένου η ομάδα να επιστρέψει άμεσα στην κορυφή και να παραμείνει εκεί για πολλές σεζόν.
https://athlosnews.gr/o-50aris-tziovani-toys-xeftilizei-akoma-vid/
Το ότι ο Ολυμπιακός παραμένει σταθερά εύρωστος και πανίσχυρος για τα ελληνικά δεδομένα, οφείλεται στη σωστή διαχείριση των οικονομικών του και στο «πλαφόν» που υπάρχει σε συμβόλαια και μεταγραφές. Το καλοκαίρι του 2007 η διοίκηση Κόκκαλη πούλησε (με το ζόρι) τον Νέρι Καστίγιο στη Σαχτάρ αντί 15 εκ. (άλλα 5 λέγεται ότι πήγαν στην πλευρά του Καστίγιο) και μέσα σε 12 μήνες έδωσε σχεδόν 24 μόνο για τρεις παίκτες: τον Ντιόγκο, τον Ντουντού αλλά και τον Φερνάντο Μπελούτσι. Για την ακρίβεια, το 50% του Φερνάντο Μπελούτσι. Θέλετε να θυμηθούμε τι χρήματα έφεραν πίσω όλοι αυτοί; Έξι εκ. ευρώ, εκ των οποίων τα πέντε από την Πόρτο για να πάρει τον Αργεντινό στο Ντραγκάο. Υπάρχει κανείς που να πιστεύει ότι αυτοί οι τρεις απόσβεσαν έστω και μέσω αγωνιστικής προσφοράς τα χρήματα που δαπανήθηκαν γι’ αυτούς και τα τεράστια συμβόλαιά τους;
Η ακριβότερη μεταγραφή της εποχής Μαρινάκη είναι αυτή του Ντανιέλ Ποντένσε. Μόνο που δεν προοριζόταν εξαρχής για τέτοια. Τον Σεπτέμβριο του 2019 οι Ερυθρόλευκοι ήρθαν σε διακανονισμό με τη Σπόρτινγκ προκειμένου να πληρώσουν 7 εκ. ευρώ για τον κοντό που αρχικά είχε αποχωρήσει από τη Λισαβόνα ως… «ελεύθερος πολιορκημένος», μετά τα όσα είχαν γίνει εκεί το 2018. Ακόμα και τότε όμως, οι άνθρωποι του Ολυμπιακού γνώριζαν ότι αυτά τα 7 εκατομμύρια θα τα πάρουν πίσω πολλαπλάσια: μόλις λίγους μήνες αργότερα ο Μέντες έστειλε τον Ντανιέλ στη Γουλβς και οι Πειραιώτες εισέπραξαν 20 εκ. ευρώ.
Όταν έχεις μπροστά σου μια διοίκηση που από την πρώτη στιγμή λειτουργεί μεθοδικά και υπολογίζει κάθε της κίνηση και κάθε επένδυση, πρέπει να είσαι αφελής (για να μην πω εφτάβλακας) ώστε να μην μπορείς να προβλέψεις κάποια πράγματα ή τέλος πάντων, να αδυνατείς να αποκλείσεις κάποιες εξωπραγματικές καταστάσεις προκειμένου να μη γίνεσαι ρεζίλι (ως συντάκτης) και να μην πιάνεσαι κορόιδο (ως αναγνώστης).
Όπως δεν πρόκειται να δώσουν 10 εκ. ευρώ για μια μεταγραφή οι Ερυθρόλευκοι (παρότι επανειλημμένα έχει γραφτεί ή υπονοηθεί αντίστοιχο και ακόμα μεγαλύτερο ποσό από τους γνωστούς και μη εξαιρετέους), έτσι δεν πρόκειται να υπάρξει και συμβόλαιο που θα ξεπερνά τα 1,8 με 2 εκ. ετησίως κι ας έχει μειωθεί πλέον ο φορολογικός συντελεστής. Όχι μόνο για λόγους συνετής οικονομικής διαχείρισης, αλλά και για λόγους «ισορροπίας».
Τώρα, αν δεν σας καλύπτουν τα παραπάνω τεκμήρια και θέλετε να συνεχίσετε να παραμυθιάζεστε κάθε καλοκαίρι – και χειμώνα -, be my guest(s)…
ΥΓ1. Έχουν γραφτεί κυριολεκτικά έπη σε έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο όλα αυτά τα χρόνια. Όπως το «τέσσερις κλεισμένοι αλλά ψάχνει για κάτι καλύτερο ο Ολυμπιακός» ή το «συμφωνία με τον Τάδε και την ομάδα του, απομένει η έγκριση του προπονητή». Ότι δηλαδή πήγε μια ομάδα σε μια άλλη, έκαναν διαπραγματεύσεις, συμφώνησαν, στη συνέχεια τα βρήκε και με τον μάνατζερ του παίκτη και στο τέλος τους είπε «guys, τώρα περιμένετε για να δούμε αν τον θέλει και ο κόουτς. Αλλιώς ό,τι είπαμε άκυρο»…
*Όταν γράφτηκε αυτό το ΕΥΘΕΩΣ δεν είχε σημειωθεί η παραμικρή εξέλιξη στο έγκλημα των Γλυκών Νερών και ο συζυγοκτόνος ήταν ακόμη «πιλότος». Αν το ξανάγραφα, να είστε σίγουροι πως οι χαρακτηρισμοί στο πρώτο κομμάτι του κειμένου θα ήταν απείρως πιο σκληροί. Ελπίζω τελικά να μη βρω το κουράγιο να γράψω όσα έχω μέσα μου σχετικά με την υπόθεση, βλέποντας τόση αρρώστια εκεί έξω. Γιατί γελιέται οικτρά όποιος νομίζει ότι η δολοφονία μιας 20χρονης κοπέλας αρχίζει και τελειώνει μέσα στους τοίχους όπου τελέστηκε…