Και ξαφνικά, τα ελληνικά ΜΜΕ και οι Έλληνες «μυαλοπώληδες» ανακάλυψαν ότι οι – πλην Ολυμπιακού – εκπρόσωποι της Super League στα ευρωπαϊκά κύπελλα είναι της πλάκας. Το ότι είναι πάνω – κάτω οι ίδιοι που θάβουν τον Ολυμπιακό σε κάθε ευκαιρία προφανώς δεν πρόκειται για σύμπτωση.
Ούτε είναι σύμπτωση το γεγονός πως «ξαφνικά» δε βλέπουν σοβαρά προβλήματα σε διαιτησία και παρασκήνιο, παρότι πλέον υπάρχει το VAR από το οποίο υποτίθεται ότι δεν μπορείς να κρυφτείς. Είναι οι ίδιοι που έβγαιναν στα κάγκελα σε κάθε σφύριγμα υπέρ των Ερυθρόλευκων και που προσπαθούσαν – άλλοτε περισσότερο, άλλοτε λιγότερο – να πείσουν τους εαυτούς τους, τα αφεντικά τους αλλά και τον κόσμο που τους διάβαζε ότι τα πρωταθλήματα του Ολυμπιακού ήταν «λερωμένα». Ακόμα κι όταν η βαθμολογική και αγωνιστική διαφορά από τους υπόλοιπους ήταν χαοτική.
Το κακό γι’ αυτούς είναι πως ειδικά στο σύγχρονο ποδόσφαιρο η αλήθεια πάντα θριαμβεύει στο τέλος. Ας πούμε σε αυτό του 21ου αιώνα, με την πλήρη τηλεοπτική κάλυψη των αγώνων και μάλιστα από αρκετές κάμερες. Κάπου εδώ να σας θυμίσω ότι στα χασομέρια του προηγούμενου αιώνα, όταν το τότε Filmnet επένδυσε σε μια νέα τεχνολογία τρισδιάστατης απεικόνισης των επίμαχων φάσεων, επετράπη η χρήση της μονάχα για μια αγωνιστική. Ένα πέναλτι-ανέκδοτο υπέρ του Βαζέχα κόντρα στον Πανηλειακό του αείμνηστου Γιάννη Κυράστα, πιστοποιήθηκε και με τη βούλα του μηχανήματος ότι ήταν σχεδόν ένα μέτρο εκτός περιοχής (χώρια το ότι δεν υπήρχε καν ανατροπή αλλά βουτιά). Ο Γιώργος Βαρδινογιάννης αμφισβήτησε την τεχνολογία – και μαζί τα ματάκια και τη νοημοσύνη των Ελλήνων φιλάθλων – με αποτέλεσμα η λειτουργία του πανάκριβου μηχανήματος να παυθεί από την πρεμιέρα κιόλας.
Έχω αναθεωρήσει τις απόψεις μου για διάφορα πράγματα από τότε που μπήκα σε αυτή τη δουλειά. Μια από αυτές που δεν πρόκειται να αλλάξουν ποτέ, σχετίζεται με τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Για χρόνια, τα όποια θετικά αποτελέσματα – κυρίως του Παναθηναϊκού – χρησιμοποιούνταν από τους διάφορους «αντικειμενικούς» ως επιχείρημα για να καταδειχθεί η δήθεν αδικία εις βάρος του στις εγχώριες διοργανώσεις. Ότι δηλαδή, δε γίνεται να νικάς π.χ. μέσα στο Αμβούργο ή στην έδρα της Σάλκε αλλά να μην παίρνεις το πρωτάθλημα.
Μια ολόκληρη γενιά γαλουχήθηκε με το παραμύθι των «ευρωπαϊκών επιτυχιών» του Παναθηναϊκού. Τελευταία φορά που χρησιμοποιήθηκε το εν λόγω επιχείρημα ήταν στη σεζόν 2008/09. Στην πρεμιέρα των ομίλων η Ίντερ πέρασε περπατώντας από το ΟΑΚΑ, για να έρθει το τριπλό χαστούκι από την Ανόρθωση (3-1), μόλις λίγες εβδομάδες μετά τον αποκλεισμό-σοκ του Ολυμπιακού. Ο πρώτος γύρος έκλεισε με τους Πράσινους στον έναν βαθμό, αλλά το διπλό μέσα στη Βρέμη (κόντρα στη διαχρονικά αφελή Βέρντερ) διασκέδασε κάπως τις εντυπώσεις.
Μέχρι που ήρθε η νίκη μέσα στο Μιλάνο. Το γκολ του Σαριέγκι στην ενδεχομένως μοναδική τελική προσπάθεια του Παναθηναϊκού έφερε το τελικό 0-1 και όσο περνούν τα χρόνια μνημονεύεται ως κάτι παραπάνω από θαύμα. Μόνο που η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική.
Εκείνη τη σεζόν, η Ίντερ είχε τα χάλια της στο Τσάμπιονς Λιγκ. Για να καταλάβετε, έκανε μια εκτός έδρας νίκη όλη κι όλη (στο ΟΑΚΑ), ενώ νίκησε μόλις μια φορά με διαφορά μεγαλύτερη του ενός γκολ (πάλι στο ΟΑΚΑ). Κατά τα λοιπά, έχασε στη Βρέμη, έκανε ισοπαλία με τους Γερμανούς εντός, έφερε 3-3 στην Κύπρο(!) και στο Μιλάνο νίκησε με το φτωχό 1-0 την Ανόρθωση. Η μοναδική ομάδα που κινδύνεψε με διασυρμό ήταν ο Παναθηναϊκός και τελικά ήταν αυτή που έφυγε νικήτρια από το Σαν Σίρο.
Το έχω γράψει πολλάκις όλα αυτά τα χρόνια. Θα το γράψω άλλη μια φορά. Ο Ολυμπιακός μοιάζει… γενετικά «καταδικασμένος» να μη θριαμβεύσει ποτέ στην Ευρώπη. Και όταν λέω «θριαμβεύσει» δεν εννοώ να κάνει μια μεγάλη νίκη ή μια πρόκριση, αλλά να φτάσει έστω στον τελικό μιας διοργάνωσης. Η «γενετική» εξήγηση έχει να κάνει με το αγωνιστικό DNA του: ο οπαδός του Ολυμπιακού δεν ήταν ποτέ απολύτως ικανοποιημένος με «απλές» νίκες. Ήθελε και θέλει να βλέπει καλό θέαμα και βιρτουόζους ποδοσφαιριστές, όσο κι αν αυτή η κατηγορία τείνει προς εξαφάνιση στο σύγχρονο ποδόσφαιρο.
Μια σαφής εξήγηση για το ότι οι οπαδοί του Θρύλου είναι και οι πιο γκρινιάρηδες πηγάζει ακριβώς από αυτό. Τον «γαύρο» δεν τον καλύπτει το μισό-μηδέν, το παίζω για να μη χάσω κι αν νικήσω έχει καλώς και όλα τα συναφή. Δεν ανέχεται να βλέπει την ομάδα του να παίζει παθητικά, ακόμα κι αν απέναντί της είναι ο οδοστρωτήρας που λέγεται Μπάγερν. Θυμάστε τη μουρμούρα μετά το περυσινό κολακευτικό 2-0 στο Μόναχο, όπου οι Ερυθρόλευκοι αδυνατούσαν να περάσουν τη σέντρα; Αυτό.
Ο οπαδός του Ολυμπιακού δεν θα καταδεχόταν να δει την ομάδα του να πηγαίνει μακριά στην Ευρώπη παίζοντας κακόμοιρα. Και ασυναίσθητα, υποσυνείδητα, η ομάδα του κάνει ακριβώς αυτό το χατίρι: προσπαθεί πάντοτε να παίξει ποδόσφαιρο. Και κυρίως, δε συμβιβάζεται με την ισοπαλία. Δύσκολα θα συναντήσετε ομάδα με το πλήθος αγώνων του Ολυμπιακού στο Τσάμπιονς Λιγκ να έχει λιγότερες ισοπαλίες. Την τελευταία δεκαετία οι Πειραιώτες έφεραν μόλις τρία «Χ» και μόνο εξ αυτών το επεδίωξαν. Το 0-0 με την Μπαρτσελόνα. Το 1-1 με την Μπενφίκα ήρθε στο τέλος από εκείνη την γκάφα του Ρομπέρτο, ενώ το 2-2 με την Τότεναμ λύτρωσε τους Λονδρέζους που στα τελευταία λεπτά τα είχαν χαμένα και θα μπορούσαν κάλλιστα να φύγουν ηττημένοι.
Μέχρι λοιπόν, να αλλάξει κάτι δραματικά στο ελληνικό ποδόσφαιρο, τα πράγματα θα είναι κάπως έτσι. Ο Ολυμπιακός θα φτάνει σε ένα ταβάνι το οποίο δεν θα μπορεί να υπερβεί διότι απλούστατα δε γίνεται να παίζει σταθερά καλύτερα από τους Άγγλους, τους Γερμανούς, τους Ιταλούς, τους Ισπανούς, τους Γάλλους και τους υπόλοιπους προηγμένους ποδοσφαιρικά Ευρωπαίους που θα συναντά. Την ώρα που ο Ολυμπιακός θα βαδίζει στον δικό του μοναχικό δρόμο, οι υπόλοιποι θα συνεχίσουν να διασύρονται από ομάδες επιπέδου Ομόνοιας, Ζόρια, Βίντι, ΜΠΑΤΕ και δε συμμαζεύεται.
Αυτό είναι και το τίμημα που καλούνται να πληρώσουν όσοι σύλλογοι δεν έχουν την αυτόφωτη ισχύ της μεγαλύτερης ελληνικής ομάδας και που επιτρέπουν σε τυχάρπαστους ιδιοκτήτες να εμπλακούν στα κοινά τους. Κόκκαλης και Μαρινάκης είχαν μακρά ιστορία στον Ολυμπιακό προτού αναλάβουν τις τύχες της ΠΑΕ (και των υπολοίπων τμημάτων που κατά καιρούς «έτρεξαν»), καμία σχέση δηλαδή με τον ουρανοκατέβατο Ιβάν Σαββίδη από το μακρινό Ροστόφ ή ακόμα και τον Δημήτρη Μελισσανίδη που, από παραγοντίσκος του Ιωνικού (καταδικασμένος μάλιστα για απόπειρα δωροδοκίας του Καμπόλη που έπαιζε τότε στον Ολυμπιακό Λιοσίων) βρέθηκε μεγαλομέτοχος στην ΑΕΚ.
Στις εποχές που ο Ολυμπιακός γνώριζε ταπεινωτικές ήττες στην Ευρώπη ενώ κυριαρχούσε απόλυτα στην Ελλάδα, αυτοί που σήμερα διαχωρίζουν το «μέσα» από το «έξω» και γενικεύουν τους διασυρμούς αποδίδοντάς τους στο «ελληνικό ποδόσφαιρο« συνολικά, τότε χτυπούσαν ανελέητα τους Πειραιώτες. Κάθε άσχημη βραδιά του Θρύλου στο Τσάμπιονς Λιγκ γινόταν ατράνταχτο επιχείρημα στα χείλη των «αντικειμενικών», οι οποίοι εξέφραζαν δήθεν «ειλικρινείς απορίες» για το πώς γίνεται να προελαύνει στην Ελλάδα και ταυτόχρονα να αποτυγχάνει εκτός συνόρων. Το φοβερό είναι πως στη χρονιά που οι Ερυθρόλευκοι έσπασαν την κατάρα των εκτός έδρας αγώνων και τελικά αποκλείστηκαν στους «16» από τη μετέπειτα φιναλίστ Τσέλσι, οι ίδιοι γραφικοί μιλούσαν για «χάρτινα» και για «παράγκες Κόκκαλη». Με λίγα λόγια, δεν τους πιάνεις πουθενά…
Όσα χρόνια κι αν περάσουν, η Ευρώπη δεν θα είναι ποτέ κριτήριο για τις πραγματικές δυνατότητες μιας ομάδας από πρωτάθλημα χαμηλού επιπέδου όπως το δικό μας. Ακόμα και για τα κορυφαία ισχύει αυτό στις περισσότερες περιπτώσεις. Σε εποχές που η Ρεάλ αδυνατούσε να κοιτάξει στα μάτια την Μπαρτσελόνα, ήταν πολύ πιο εύκολο να πάρει το Τσάμπιονς Λιγκ παρά το πρωτάθλημα. Αντίστοιχα, η Σίτι που έκανε πάρτι στην Premier, έβλεπε τη Λίβερπουλ να παίζει σερί τελικούς και η ίδια να μην μπορεί ούτε να τους πλησιάσει. Η ίδια Λίβερπουλ που αδυνατούσε να κατακτήσει την Premier League, το 2005 πήρε το Champions League και δυο χρόνια αργότερα το έχασε στην Αθήνα. Και είναι πολύ πιθανό και φέτος να δούμε να προχωρά ως το τέλος κάποια ομάδα που θα έχει χάσει το τρένο του τίτλου στην πατρίδα της.
Όπως το 2018 που έφτασαν στον τελικό δυο φιναλίστ που είχαν κακαρώσει από νωρίς στο πρωτάθλημά τους: η νικήτρια Ρεάλ τερμάτισε 3η με 17 βαθμούς απόσταση από την Μπαρτσελόνα του Βαλβέρδε, ενώ η 4η Λίβερπουλ έβλεπε με τα κιάλια τη Σίτι από το -25. Φαντάζεστε λοιπόν να έγραφε ο αντίστοιχος «αντικειμενικός» της Αγγλίας για την Εγκληματική της Σίτι, χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα το ότι η Λίβερπουλ πήγε στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, άρα ήταν καλύτερη; Θα γελούσαν μέχρι και τα βελάκια στις παμπ…
Πλέον, σταμάτησαν και στην Ελλάδα αυτές οι συγκρίσεις. Όχι τυχαία, ασφαλώς. Τη σεζόν 2018/19 ο ΠΑΟΚ πήρε αήττητος το πρωτάθλημα, αφήνοντας τον Ολυμπιακό στη 2η θέση. Κανείς «αντικειμενικός» δεν μπήκε στον κόπο να γράψει για τα χάλια με τις Βίντι και τις ΜΠΑΤΕ, αντιπαραβάλλοντας την πρόκριση των Ερυθρόλευκων επί της Μίλαν. Και εννοείται ότι κανείς δεν είδε κάτι μεμπτό σε ένα πρωτάθλημα που απονεμήθηκε ουσιαστικά με κυβερνητικό διάταγμα και που έσπευσε από τους πρώτους να στείλει τα συγχαρητήριά του ο τότε πρωθυπουργός. Κάτι πρωτοφανές για εγχώριο τίτλο, δείγμα της ξετσιπωσιάς του Αλέξη Τσίπρα και του συρφετού που μας κυβέρνησε και που ευθύνεται πέραν όλων των άλλων και για το ότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ίχνος αντιπολίτευσης στη χώρα. Με αποτέλεσμα να βγαίνει το πρωθυπουργικό ζεύγος για moto cross και enduro στην Πάρνηθα εν καιρώ lockdown – συγχρωτιζόμενο χωρίς μάσκες με κόσμο -, το γεγονός να περνά στα ψιλά από τα περισσότερα ΜΜΕ και γενικώς να μην ασχολείται κανείς σοβαρά με ένα θέμα που σε μια κανονική υπανάπτυκτη χώρα θα έφερνε ακόμα και παραίτηση…
Δεν ανησυχώ ωστόσο. Είμαι βέβαιος πως θα έρθει ξανά η ώρα που η Ευρώπη θα είναι αποδεικτικό στοιχείο για τις δυνατότητες μιας ομάδας και το αν κατέκτησε «δίκαια» ή όχι τη Super League. Στην επόμενη «επιτυχία» του ΠΑΟΚ ή της ΑΕΚ που θα συνδυαστεί με κάποια «αποτυχία» του Ολυμπιακού, θα ξαναδιαβάσουμε για τους λαμπερούς «καθρέφτες της Ευρώπης». Αυτοί που τα τελευταία χρόνια έχουν θολώσει από τις κατραπακιές στον σβέρκο των ομάδων του εξυγιαντικού συστήματος της ΕΠΟ. Υπομονή λοιπόν…
ΥΓ. Η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή στιγμή ελληνικής ομάδας – εξαιρουμένου του Ολυμπιακού – στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια είναι η επική πρόκριση του Άρη σε βάρος της Ατλέτικο μέσα στη Μαδρίτη. Το γιατί δε μνημονεύεται από τους «υπαλλήλους» είναι κάτι που απαντάται μάλλον εύκολα…