Ο Στέργος Μαρίνος αναφέρθηκε στη Σαρλερουά και αποκάλυψε ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας στη βέλγικη ομάδα.
Ο Έλληνας άσος μίλησε για το τι έχει αλλάξει στη ζωή του, ενώ παράλλληλα αποκάλυψε το μυστικό της επιτυχίας στον βελγικό σύλλογο.
Αναλυτικά όσα είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ:
-Όταν πήγες το καλοκαίρι του 2013 στη Σαρλερουά, ήταν μία ομάδα μικρομεσαίας «ταχύτητας», που κάθε χρόνο έκανε βήματα προόδου και άρχισε να βγαίνει συχνά και στα Κύπελλα Ευρώπης. Τι άλλαξε εφέτος κι έχει κάνει αυτή την απίθανη εκκίνηση με έξι νίκες και μία ισοπαλία στο πρωτάθλημα και μεγάλες επιτυχίες επί των παραδοσιακών «δυνάμεων» της βελγικής Λίγκας;
«Το 2013 έφυγα από τον Παναθηναϊκό, θέλοντας να κάνω ένα βήμα για κάτι διαφορετικό, να βγω και να παίξω ποδόσφαιρο στην Ευρώπη. Είχα μιλήσει τότε με τον πρόεδρο της Σαρλερουά και με έπεισε το πρότζεκτ που είχε. Μέχρι τότε, η Σαρλερουά ήταν μία ομάδα που κυρίως πάλευε για να σωθεί άνετα ή απλά έκανε μία πορεία για να μείνει στην κατηγορία.
Δημιούργησε λοιπόν μία ομάδα που αποτελείτο από έμπειρους ποδοσφαιριστές, αλλά και νεότερους σε ηλικία, με παραστάσεις από διάφορα πρωταθλήματα της Ευρώπης. Και είχε στόχο να φτιάξει ένα σύνολο, που σε βάθος χρόνου θα μπορούσε να πρωταγωνιστήσει. Αυτή η δουλειά άρχισε να βγαίνει σιγά-σιγά. Η ομάδα απέκτησε μεγάλη ομοιογένεια που έχει αποτυπωθεί μέσα στο γήπεδο κι αυτό είναι το μεγαλύτερο πλεονέκτημά της στο ξεκίνημα της εφετινής σεζόν.
Είμαστε μία ομάδα, με πολύ σταθερό κορμό εδώ και χρόνια. Οι ποδοσφαιριστές που αλλάζουν κάθε χρόνο στη Σαρλερουά είναι μάξιμουμ δύο ή τρεις. Και η λογική της διοίκησης και του προπονητή είναι αυτές οι προσθήκες να γίνονται μόνο εφόσον αφορούν παίκτες με υψηλότερο ποιοτικό επίπεδο, που θα κάνουν τη… διαφορά.
Γενικά θεωρώ ότι παίζουμε πάρα πολύ σοβαρό ποδόσφαιρο. Ξέρει ο καθένας μας τι πρέπει να κάνει στη θέση του. Έχουμε έναν προπονητή, τον κ. Καρίμ Μπελοσίν, ο οποίος είναι πολύ έξυπνος και δουλεύει πάρα πολύ στην τακτική και κυρίως στην κατοχή της μπάλας. Στις κινήσεις μας μέσα στο γήπεδο, στο πώς να απελευθερωνόμαστε, να βρίσκουμε χώρους… Πράγματα που ζητούν πολλοί προπονητές, όμως θεωρώ πως στην ομάδα μας τα κάνουμε σε πολύ υψηλό επίπεδο, διότι τα δουλεύουμε πάρα πολύ σε κάθε προπόνηση.
Οι απαιτήσεις είναι πολύ μεγάλες και πλέον είμαστε σε ένα πολύ καλό σημείο ως γκρουπ. Ελπίζω να συνεχίσουμε έτσι, να έχουμε διάρκεια και να πρωταγωνιστήσουμε και στους επόμενους μήνες στο πρωτάθλημα…».
-Εχεις τεράστια εμπειρία πλέον από το βελγικό πρωτάθλημα. Τι χρειάζεται για να πρωταγωνιστήσει μία ομάδα στη Jupiler League;
«Μετά από επτά χρόνια στο Βέλγιο, αυτό που έχω διαπιστώσει είναι πως τον πιο σημαντικό ρόλο σ’ αυτό το πρωτάθλημα παίζει η διάρκεια. Είναι πάρα πολλά τα παιχνίδια, 30 στην κανονική περίοδο και 10 στα πλέι-οφ και οι ομάδες που έχουν σταθερότητα και διάρκεια έχουν και το πλεονέκτημα στη μάχη για το πρωτάθλημα και τις θέσεις του Champions League και του Europa League. Το επίπεδο των περισσότερων συλλόγων είναι αρκετά υψηλό, οπότε μόνο εάν βρεις σταθερότητα μπορείς να πρωταγωνιστήσεις…».
-Σχεδόν όλοι οι παίκτες από την πατρίδα μας, που πήγατε στο Βέλγιο «πιάσατε» ποδοσφαιρικά και κάνατε πολύ καλές πορείες ο καθένας ξεχωριστά. Είναι πρωτάθλημα που πιστεύεις ότι ταιριάζει στα χαρακτηριστικά των Ελλήνων ποδοσφαιριστών;
«Αυτό είναι αλήθεια. Θυμάμαι, ήταν μία περίοδος, που ήμασταν πάνω από 10 Έλληνες παίκτες στο Βέλγιο. Οι ομάδες του Βελγίου έχουν μάθει πια τον Έλληνα ποδοσφαιριστή και τον εμπιστεύονται πάρα πολύ. Με ρωτάνε πολύ συχνά ομάδες που θέλουν να εντάξουν Έλληνες παίκτες στο ρόστερ τους. Ταιριάζει στον Έλληνα ποδοσφαιριστή το βελγικό στυλ.
Εξαρτάται βεβαίως από τα χαρακτηριστικά του καθενός, αλλά είναι ένα πρωτάθλημα πολύ ανοικτό, με πολύ μεγάλη ένταση και τουλάχιστον από προσωπική εμπειρία, εμένα με βοήθησε πάρα πολύ να εξελιχθώ ως ποδοσφαιριστής…».
-Το βελγικό πρωτάθλημα ήταν σε εκείνα που διακόπηκαν πέρυσι λόγω της πανδημίας του κορονοϊού στην 29η αγωνιστική και -χωρίς playoffs- αναδείχθηκε πρωταθλήτρια η Μπριζ. Πως το βίωσες όλο αυτό με τον κορονοϊό και πως είναι πλέον τα πράγματα στο Βέλγιο;
«Η κατάσταση ήταν πρωτόγνωρη για όλους μας εδώ. Όχι μόνο για τους ποδοσφαιριστές, αλλά για όλο το Βέλγιο, αλλά και την παγκόσμια κοινωνία. Εδώ τα πράγματα, όπως και στην Ελλάδα, ήταν πολύ αυστηρά. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν μία βόλτα στο… τετράγωνο κι αυτή με μάσκα. Δεν ήταν κάτι εύκολο για κανέναν. Βέβαια είχαμε την ασφάλεια της οικογένειας, την ασφάλεια του σπιτιού μας, αλλά όσο να ‘ναι είχαμε συνηθίσει σε μία εντελώς διαφορετική κατάσταση και ρουτίνα.
Αυτοί οι 2-3 μήνες της καραντίνας ήταν πάρα πολύ δύσκολοι στο να προσαρμοστούμε σ’ αυτήν την νέα πραγματικότητα του κορονοϊού. Προσπαθούμε πλέον να σεβαστούμε τους κανόνες που υπάρχουν στους ποδόσφαιρο και στην κοινωνία κι ελπίζω τα πράγματα να πάνε καλύτερα στους επόμενους μήνες».
-Τα σχέδιά σου για το μέλλον; Θα ήθελες να γυρίσεις στην Ελλάδα για να ολοκληρώσεις εδώ την καριέρα σου;
«Είμαι ανοικτός σε κάθε πρόταση. Έχω ακόμη ένα χρόνο συμβόλαιο με τη Σαρλερουά και είμαι ανοικτός, ακόμη και στην προοπτική επιστροφής στην Ελλάδα, εφόσον υπάρχει ένα πρότζεκτ και μία ομάδα που θα καλύπτουν τις φιλοδοξίες μου. Από εκεί και πέρα, εάν προκύψει κάτι άλλο από το εξωτερικό, δεν θα έλεγα όχι.
Έχω ζήσει εδώ τα τελευταία επτά χρόνια και κάτι, μου αρέσει η νοοτροπία στο εξωτερικό και την έχω συνηθίσει. Και θα ήθελα να τελειώσω την καριέρα μου, σε όσο το δυνατόν υψηλότερο επίπεδο».