Αντιγράφω, κατά λέξη, από το επίσημο site της ΠΑΕ ΠΑΟΚ: «Σε απλή μετάφραση και συγκριτικά με τι συζητήσεις που είχαν γίνει πέρσι, εξασφάλισε ένα ποσό αυξημένο κατά 2,3 εκατ. Ευρώ, κοινώς αύξηση της τάξεως του 48,9% για το στάνταρ ποσό των 7 και ύψους 70% για τα 8!» (σ.σ. οι αριθμοί 7 και 8 αντιστοιχούν σε εκατομμύρια ευρώ).
Ο λόγος βεβαίως για τη συμφωνία της ΠΑΕ με τη NOVA, για την οποίες (και για τη συμφωνία και για τη NOVA) το κείμενο επιφυλάσσει αποθεωτικές αναφορές.
Συμφωνώ, απολύτως, πως πρόκειται για μια συμφωνία win-win, με την έννοια ότι οι δύο πλευρές παίρνουν αυτό που θεωρούν καλύτερο και μπράβο τους. Άλλωστε, η συμφωνία αυτή υπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο την παγιωμένη παγκόσμια λειτουργία της οικονομίας των τηλεοπτικών δικαιωμάτων, αποδίδει, δηλαδή, την ζώσα πραγματικότητα απέναντι σε ιδεοληψίες κάθε είδους περί pay per view και άλλων ανάλογων εμπνεύσεων.
Υπενθυμίζω, ότι απόπειρες να λειτουργήσουν ανάλογες επενδυτικές και τεχνολογικές πρωτοβουλίες από τις ίδιες τις ομάδες ξεκίνησαν να υλοποιηθούν στην Ευρώπη πριν από μια εικοσαετία και βάλε, αλλά τάχιστα κατέρρευσαν κι έστειλαν τις ομάδες/εταιρείες στην αγκαλιά των κολοσσών της τηλεοπτικής οικονομίας.
Εδώ, με αφετηρία τη Θεσσαλονίκη, το εγχείρημα, εξαρχής καταδικασμένο, επιχειρήθηκε να συνδεθεί με μια δήθεν επανάσταση, η οποία ξεκίνησε ως ο μεγάλος στόχος που θα άλλαζε το τοπίο στην ευρωπαϊκή ποδοσφαιρική οικονομία για να καταλήξει μια απλή ιδεοληψία, η οποία πληρώθηκε από τον κ. Σαββίδη με την απώλεια βέβαιων εσόδων και μια περιπέτεια με άδοξο τέλος.
Οι μαθηματικές προσεγγίσεις των ποσών που επιχειρεί το δημοσίευμα έχουν ως αφετηρία (μετά τις κατάλληλες πράξεις) το ποσό των 4,7 εκατομμυρίων ευρώ που η NOVA προσέφερε πέρσι στον ΠΑΟΚ και ο Δικέφαλος απόρριψε.
Με αφετηρία τα 4,7 εκατομμύρια ευρώ της περιόδου 2019/2020 οι υπολογισμοί είναι σωστοί, συνεπώς αποδεκτοί. Προφανώς, η επιλογή του ορίου των 4,7 εκατομμυρίων ευρώ, ως αφετηρία για τη φετινή συμφωνία, υπακούει στη λογική «της καλύτερης βάσης εκκίνησης των συζητήσεων με τη NOVA, ώστε να διασφαλιστεί το μεγαλύτερο κέρδος».
Σε απλά ελληνικά, τα 4,7 εκατομμύρια ευρώ, που του πρόσφερε πέρσι η NOVA, ο ΠΑΟΚ, την ίδια περίοδο με το PAOK TV και το pay per view (πέντε κρίκοι ένα τάλιρο), όχι μόνο δεν τα έφτασε, αλλά ούτε τα πλησίασε καν.
Αν το αντίθετο συνέβαινε τότε είναι σαφές πως ο πήχης για τον Δικέφαλο θα είχε τοποθετηθεί ψηλότερα, πολύ πάνω από τα 7 εκατομμύρια ευρώ, συνεπώς το ποσό που διασφάλισε για την περίοδο 2020/2021 θα ήταν αισθητά μειωμένο ποσοστιαία.
Επιβεβαιώνεται, με τον καλύτερο τρόπο, ο αστικός μύθος ασπρόμαυρης προέλευσης που ξεκίνησε από την Μικράς Ασίας και μεταφέρθηκε παντού στη Θεσσαλονίκη, ότι αυτό το περιβόητο και τόσο διαφημισμένο PAOK TV δεν άγγιξε σε εισπράξεις ούτε το ποσό των 3,5 εκατομμυρίων ευρώ, παρά τα περί του αντιθέτου διαδιδόμενα για πολύ προφανείς λόγους. Μια βάσιμη εκτίμηση αναφέρει, πως οι συνολικές μικτές εισπράξεις έφτασαν λίγο πάνω από τα 3 εκατομμύρια ευρώ, με το καθαρό ποσό να υπολείπεται σημαντικά αυτού του ορίου.
Είναι κακό που ο ΠΑΟΚ κατάφερε να κερδίσει από μια συμφωνία πολύ περισσότερα από όσα ίσως ο ίδιος προσδοκούσε; Προφανώς όχι και μαγκιά του που τα κατάφερε, ανεξάρτητα αν επιβεβαιώνεται ή όχι ότι το ειδικό βάρος του κ. Σαββίδη από τη μακρινή στέπα ήταν που άλλαξε «τον ρουν των γεγονότων» και οδήγησε στη συμφωνία.
Χρειάζεται να επιχειρεί, από το πρωί ως το βράδυ, ο ΠΑΟΚ να αποδείξει ότι η φετινή επιτυχία του είναι προϊόν της πετυχημένης λειτουργίας και της τεράστιας ανταπόκρισης του PAOK TV; Όχι, δεν χρειάζεται, επειδή, εκτός των άλλων, καταλήγει σε μια εμμονική ανάγνωση τη πραγματικότητας με την οποία όλοι οι γύρω του γελάνε, επίσης από το πρωί έως το βράδυ. Και πρώτοι από όλους γελάνε οι οπαδοί και οι διοικούντες τον συντοπίτη Άρη, που κατάφεραν και εξασφάλισαν από τη νέα ηγεσία της NOVA μεγαλύτερη, ακόμη και από τον ΠΑΟΚ, ποσοστιαία αύξηση (από τα 2,5 εκ. ευρώ στα 4 εκ. ευρώ) και μάλιστα με τριετή συμφωνία.
Έπαιξε ρόλο στις εξελίξεις που σημειώθηκαν (αναμένεται η τελευταία με τον κ. Αλαφούζο) η αλλαγή ιδιοκτησίας στη NOVA; Βεβαίως έπαιξε ρόλο, καθώς, εκτός όλων των άλλων, αυξήθηκε σε υπερθετικό βαθμό η κεφαλαιοποίηση της εταιρείας, άρα η διαθεσιμότητα κεφαλαίων για τις επενδύσεις, άρα η ικανότητα να διατεθούν μεγαλύτερα ποσά στην αγορά με την προσδοκία πως σύντομα θα λειτουργήσει και στην ελληνική ποδοσφαιρική οικονομία η λογική του ελατηρίου, άρα η εταιρεία θα διευρύνει τις πιθανότητες κέρδους.
Όλα είναι στο παιχνίδι και μεταξύ αυτών και το όνομα, δηλαδή η κοινωνική απήχηση του ΠΑΟΚ, που αποτελεί, έτσι ή αλλιώς, ένα ελκυστικό προϊόν για κάθε επενδυτή στην ποδοσφαιρική τηλεοπτική οικονομία που σέβεται τον εαυτό του.
Προς τι λοιπόν αυτή η επικοινωνιακή μανία να δικαιολογηθεί πάση θυσία μια επενδυτική παπαριά, μια επιχειρηματική αστειότητα την οποία κάποιοι φαντάστηκαν, κάποιοι άλλοι προχώρησαν και κάποιοι τρίτοι, οι γνωστοί, πλήρωσαν;
Λάθη όλοι έχουν δικαίωμα να κάνουν. Να τα δικαιολογούν με μονομανίες είναι ασυγχώρητο!