Δεδομένη θεωρεί την εφαρμογή της μείωσης των συντάξεων το 2019 και της μείωσης του αφορολόγητου το 2020 το ΔΝΤ στην έκθεση για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Στην έκθεση του άρθρου 4 για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, η οποία δημοσιεύτηκε πριν από λίγο, το Ταμείο προαναγγέλλει ότι θα εμπλακεί ενεργά στη μετα-προγραμματική εποπτεία της Ελλάδας. Στο πλαίσιο αυτό, διατυπώνει την εκτίμηση ότι η χώρα δεν χρειάζεται περαιτέρω.
Ταυτόχρονα, «καλωσορίζει τη δέσμευση των αρχών να εφαρμόσουν πλήρως το προ-νομοθετημένο δημοσιονομικό πακέτο για το 2019 και το 2020».
Μάλιστα θέτει και θέμα πολιτικών κινδύνων ανατροπής αποφάσεων το 2019 λόγω πιθανών εκλογών. Θεωρεί αβέβαια τα αντίμετρα, ενώ δεν δέχεται ότι υπάρχει ο «δημοσιονομικός χώρος».
Ζητά επίσης και νέες παρεμβάσεις σε εργασιακό και διατήρηση των παρεμβάσεων στην αγορά εργασίας και στις συλλογικές συμβάσεις, αλλά και στις αγορές, καθώς και πιο χαμηλούς συντελεστές σε ασφαλιστικά «χαράτσια» και ΦΠΑ προκειμένου να διασφαλιστεί βιώσιμη ανάπτυξη. Επισημαίνει ότι οι πολιτικές αναφορικά με τον κατώτατο μισθό δε θα πρέπει να επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Στο πακέτο των εγγράφων που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα περιλαμβάνονται και οι αντιδράσεις της ελληνικής πλευράς με επιστολή του αντιπροσώπου της Ελλάδας στο Ταμείο κ. Ψαλιδόπουλου, ο οποίος εγκαλεί το ΔΝΤ για τις θέσεις του.
Προαναγγέλλεται νέα έκθεση στην αρχή του 2019 και αξιολόγηση ανά 6 μήνες.
Βιώσιμο το ελληνικό χρέος ως το 2038
Παράλληλα, στην έκθεση του Ταμείου γίνεται αναφορά στο ελληνικό χρέος, το οποίο αναμένεται να καταστεί βιώσιμο μέχρι το 2038 σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης.
Συγκεκριμένα, στην ανάλυση βιωσιμότητας χρέους το ΔΝΤ αναφέρει ότι ενώ «αναγνωρίζει πως οι μακροπρόθεσμες υποθέσεις υπόκεινται σε υψηλή αβεβαιότητα, εξακολουθούν να υπάρχουν ανησυχίες ότι η δέσμευση για παροχή πρόσθετης βοήθειας, εάν χρειαστεί, ενδέχεται να μην επαρκεί για τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας».
Εξηγεί ότι αυτό συμβαίνει γιατί «δεδομένης της μεγάλης αβεβαιότητας σχετικά με τις μακροπρόθεσμες παραδοχές, η δέσμευση για παροχή πρόσθετης βοήθειας, η οποία εξαρτάται από τη μελλοντική επανεξέταση της κατάστασης, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως εγγύηση» έναντι μίας σειράς από κινδύνους που καταγράφει στο ΑΕΠ, στα πλεονάσματα και σε άλλα πεδία. Εξηγεί ότι «η άνευ προηγουμένου χρηματοδότηση και η ελάφρυνση του χρέους που παρέχεται μέχρι σήμερα από τους Ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας προσδίδει σημαντική αξιοπιστία σε μια τέτοια μελλοντική δέσμευση εκ μέρους των κρατών μελών».
Ωστόσο, προσθέτει ότι «ταυτόχρονα τα προβλήματα εφαρμογής που αντιμετώπισαν οι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις και η πιθανότητα πολιτικών αλλαγών στα κράτη μέλη που θα μπορούσαν να μειώσουν τον βαθμό δέσμευσης να στηρίξουν την Ελλάδα στο μέλλον θα μπορούσαν να επηρεάσουν το κλίμα στους επενδυτές, ειδικά όσο θα πλησιάζει η περίοδος υψηλών χρηματοδοτικών αναγκών».