Η πρώτη γερή δόση από μπάσκετ είχε έρθει το καλοκαίρι του 1986. Το μουντιάλ του Μεξικού είχε τελειώσει, το πρώτο που παρακολούθησα live (και όχι από γραμμένες βιντεοκασέτες όπως του 1982) και στη συνέχεια ήταν η σειρά του μουντομπάσκετ της Ισπανίας. Την πρεμιέρα με τον Παναμά, εκεί όπου ο Γκάλης θα είχε βάλει καμιά εκατοστή πόντους αν υπήρχε το 24αρι χρονόμετρο, την είδα με τον πατέρα μου σ’ ένα μεγάλο ξενοδοχείο στην Ανάβυσσο. Είναι η διοργάνωση που έμεινε στην ιστορία για τον ημιτελικό ΕΣΣΔ – Γιουγκοσλαβία, με τα αλλεπάλληλα τρίποντα των Σοβιετικών στα τελευταία δευτερόλεπτα και τη διάσημη διπλή ντρίμπλα αυτοχειρίας του πιτσιρικά Βλάντε Ντίβατς.
Παρένθεση. Άντε να εξηγήσεις σε έναν εκπρόσωπο της Generation Z (δηλαδή που είναι γεννημένος από το τέλος των 90’s κι έπειτα), ότι η Ευρώπη είχε πολύ λιγότερες χώρες από αυτές που γνωρίζει σήμερα. Έχω κάνει το πείραμα με τον γιο μου και από τον τρόπο που τις αντιλαμβάνεται, νομίζεις ότι τις κατατάσσει σε κάποιο μυθολογικό ή έστω αρχαιολογικό επίπεδο.
Πριν φτάσουμε στο «Ευρωμπάσκετ ‘87» (αυτή ήταν η επίσημη ονομασία του), είχε μεσολαβήσει νωρίτερα στη σεζόν το απίστευτο κάζο του Άρη στο Μιλάνο. Με το +31 του πρώτου αγώνα κόντρα στην παντοδύναμη Τρέισερ (τη σημερινή Αρμάνι που τότε έφερε το όνομα της πασίγνωστης ξυριστικής μηχανής της Philips), κανείς δεν μπορούσε να δεχτεί ότι το 83-49 του επαναληπτικού ήταν «φυσιολογικό». Που, μεταξύ μας, το μόνο πραγματικά αφύσικο αποτέλεσμα ήταν αυτό του Αλεξανδρείου…
Αρκετούς από τους παίκτες της εθνικής του 1987 τους ήξερα πριν την έναρξη της διοργάνωσης. Όταν αυτή ολοκληρώθηκε, στο μυαλό μου είχαν μυθοποιηθεί μόλις δυο: ο θεός Νίκος Γκάλης και ο… θνητός Παναγιώτης Καρατζάς. Ο πρώτος για τα όργια που έκανε και ο δεύτερος επειδή δεν έτυχε να τον δω ούτε μια φορά χωρίς τη φόρμα! Το ματς της πρεμιέρας με τη Ρουμανία (Τετάρτης) δεν πρόλαβα να το παρακολουθήσω ως το τέλος γιατί έπρεπε να φύγω (όταν δηλαδή μπήκε ο Παναγιώτης), ούτε σκέφτηκα να το γράψω στο βίντεο. Και εκείνο κόντρα στους Ισπανούς – όπου πάλι έπαιξε λίγο στο τέλος – δεν το είδα ποτέ. Είχα αγγλικά και παρόλο που ο μπαρμπα-Χαλάς είχε φροντίσει να το γράψει, όταν έμαθα ότι χάσαμε δεν είχα καμία όρεξη να το δω.
Από το Σάββατο και μετά, όταν χάσαμε από τη Σοβιετική Ένωση επειδή ο Τσεχοσλοβάκος (άλλη μια άγνωστη λέξη για την Generation Z) Κοτλέμπα φορούσε «κόκκινα γυαλιά», δεν έχασα ούτε δευτερόλεπτο. Παρτενέρ του Κοτλέμπα τότε ήταν ο Άγγλος(!) Ρίτσαρντσον, ο οποίος «κέρδισε» τον χαρακτηρισμό «κάτι μεταξύ ξαδέλφης και αδελφής» οκτώ χρόνια αργότερα (στο επίσης «ελληνικό» Ευρωμπάσκετ 1995) από τον Αλέκο Θεοφιλόπουλο. Ατάκα που σήμερα θα τιμωρούταν με απόλυση αλλά και μηνύσεις για ομοφοβία, χώρια τον απολύτως δικαολογημένο χαμό που θα γινόταν στα σόσιαλ.
Την Κυριακή νικήσαμε τους Γάλλους για να πάρουμε την πρόκριση, την Τρίτη αποκλείσαμε την Ιταλία του Βαλέριο Μπιανκίνι (ο πρώτος τεχνικός με πρωτάθλημα σε τρεις διαφορετικές ιταλικές ομάδες), την Παρασκευή ήταν η σειρά των αδερφών Πέτροβιτς να ξαναχάσουν (με τον Αλεξάντερ να εύχεται «καλή τύχη στην ΕΣΣΔ» και να γίνεται ο πιο αντιπαθής άνθρωπος στη χώρα) και την Κυριακή 14 Ιουνίου, ακριβώς μια τέτοια μέρα δηλαδή, ο τελικός.
Στο μυαλό των αμπάσκετων Ελλήνων (δηλαδή σχεδόν όλων των Ελλήνων), η νίκη θεωρούταν δεδομένη. Κανείς δεν πίστευε ότι μπορούμε να χάσουμε το τρόπαιο από τους «Ρώσους»: έτσι τους λέγαμε και τότε κι ας υπήρχαν Λιθουανοί, Εσθονοί, Λετονοί και Ουκρανοί όπως ο αδικοχαμένος Γκομπόροφ που έκανε το τελευταίο φάουλ στον Αργύρη Καμπούρη. Επειδή λοιπόν ήταν αδιανόητη η ήττα, πολλοί είχαν ήδη καταστρώσει πλάνα για το πώς θα γιορτάσουν τον τίτλο. Ο κύριος όγκος μαζεύτηκε στην Ομόνοια αλλά και σε διάφορα κεντρικά σημεία των πόλεων της επαρχίας.
Οι Χαλάδες είχαν κανονίσει παραθαλάσσιο πικ νικ απέναντι από τη «Μαρίδα», την τότε πασίγνωστη ψαροταβέρνα στο φανάρι της Αμφιθέας με την παραλιακή. Γιατί εκεί; Διότι αφενός ήταν κοντά στη Νέα Σμύρνη όπου μέναμε τότε, αλλά και γιατί θα μπορούσαμε να δούμε το πούλμαν των πρωταθλητών στον δρόμο της επιστροφής προς το ξενοδοχείο John’s της Γλυφάδας. Η μάνα μου είχε δεσμευτεί πως θα συνεισφέρει με ένα ταψί παστίτσιο. Από αυτά που τα βλέπεις και σου τρέχουν τα σάλια και αφού φας, ζητάς ακόμη ένα κομμάτι, για γλυκό…
Το τσιμπούσι υποτίθεται ότι θα ξεκινούσε όταν τελείωναν οι πανηγυρισμοί και περνούσε από μπροστά μας το πούλμαν με την τεράστια αυτοκινητομηχανοπομπή που το συνόδευε. Έτσι κι αλλιώς, από τη χαρά μου που θα δω έστω και φευγαλέα τους νέους μου ήρωες, όσους κάθονταν στο παράθυρο τέλος πάντων, η όρεξή μου είχε κοπεί. Τα κορναρίσματα άρχισαν να εντείνονται και καταλάβαμε πως η μεγάλη στιγμή πλησίαζε.
Οι ήρωες πέρασαν πνιγμένοι σε μια αυτοκινούμενη λαοθάλασσα και η ώρα για μάσα είχε έρθει. Μόνο που το παστίτσιο δεν ήταν πια εκεί. Κάποιοι από την παρέα δεν μπορούσαν να διαχωρίσουν τη χαρά από την πείνα. Το τεράστιο τάπερ ήταν πλέον άδειο και για λίγη ώρα, η ηδονή του θριάμβου έδωσε τη θέση της στα νεύρα. Το Ευρωμπάσκετ είχε τελειώσει και μονάχα δυο πράγματα δεν κατάφερα να δω. Τον Καρατζά να αγωνίζεται και το νικητήριο παστίτσιο…