Τόλμημα, σε μια εποχή δύσκολη για τολμηρούς, συνιστά η κυβερνητική (και όχι του κ. Αυγενάκη) απόφαση να διεξαχθούν οι εκλογές στην ΕΠΟ το φθινόπωρο ενεστώτος έτους. Η εξέλιξη συγκρούεται, υποτίθεται, με τις βασικές επιλογές των FIFA/UEFA που ζητούσαν ή είχαν απαιτήσει εκλογές το καλοκαίρι, δηλαδή εντός του Ιουλίου.
Η κυβερνητική απόφαση είναι, σε πρώτη ανάγνωση, «ευθεία παρέμβαση του κράτους στην ανεξαρτησία της ΕΠΟ», διαρρηγνύει, δηλαδή, το περιβόητο «ποδοσφαιρικό αυτοδιοίκητο» και εγκαθιστά το κράτος σε ρόλο τελικού, δηλαδή απόλυτου, ρυθμιστή των διοικητικών εξελίξεων στο άθλημα.
Βαριά η κατηγορία, σε επίπεδο «προδοσίας» πριν λίγα χρόνια, τότε που το αυτοδιοίκητο είχε νομική υπόσταση, λειτουργούσε και παρήγαγε αποτελέσματα. Έως πότε συνέβαιναν όλα αυτά; Έως την Γενική Συνέλευση της ΕΠΟ τον Ιούνιο του 2017, όταν η Ομοσπονδία πλήρως υποταγμένη στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και στον τότε υφυπουργό Αθλητισμού Γιώργο Βασιλειάδη, διάδοχο του Σταυρομπάμπη Κοντονή που είχε ετοιμάσει το έδαφος, παραχώρησε, με την πολύτιμη συνδρομή της UEFA και την υψηλή επίβλεψη της FIFA, την τελική ευθύνη για την νομική της κατάσταση στην κυβέρνηση.
Τι συνέβη σε εκείνη τη Γενική Συνέλευση; Τροποποιήθηκε, με εντολή Βασιλειάδη και την πλήρη κάλυψη της UEFA στις τρεις τα ξημερώματα, το άρθρο 1 του Καταστατικού της ΕΠΟ και ειδικότερα η παράγραφος 5, στην οποία, από τότε, ρητώς αναφέρεται ότι « η ΕΠΟ είναι νομικό πρόσωπο που διέπεται από τους κανόνες της ελληνικής έννομης τάξης και λειτουργεί με βάση το καταστατικό της και τους κανόνες και τις οδηγίες των FIFA και UEFA». Την εισήγηση είχε κάνει ο πολύς Γιάννης Δρόσος.
Στην ίδια Γενική Συνέλευση τροποποιήθηκαν και το άρθρο 57 για τα δικαστικά όργανα της ΕΠΟ και ενσωματώθηκαν σε αυτά οι προβλέψεις του αθλητικού νόμου για τους τακτικούς δικαστές, όπως τις είχε τροποποιήσει η κυβέρνηση Τσίπρα δια του κ. Κοντονή ήδη από το 2015.
Η ΕΠΟ, λοιπόν, σύμφωνα με το ίδιο το καταστατικό της διέπεται από τους κανόνες της ελληνικής έννομης τάξης και ο αθλητικός νόμος 2725/1999 αποτελεί τη βάση της τάξης αυτής σχετικά με τον αθλητισμό, άρα και το ποδόσφαιρο.
Η ΕΠΟ, δηλαδή, υποχρεούται να εναρμονίζεται με τις διατάξεις του αθλητικού νόμου (δηλαδή της ελληνικής έννομης τάξης), άρα να ενσωματώνει στο δικό της κανονιστικό πεδίο όλες τις αλλαγές που συντελούνται. Στη διαδικασία αυτή λειτουργεί, ήδη από το καλοκαίρι του 2019, η διακριτική ευχέρεια του Υφυπουργού Αθλητισμού να κρίνει τη νομιμότητα των κανονισμών της ΕΠΟ και σε περίπτωση διαφωνίας του να υποχρεώνεται η Ομοσπονδία στις προτεινόμενες αλλαγές.
Προϊόν αυτής της υπουργικής αρμοδιότητας (και της ανάλογης σκληρότατης παρέμβασης του) υπήρξε η ακύρωση με απόφαση της Ε.Ε. της ΕΠΟ της διαβόητης τροποποίησης του άρθρου 30 του Κ.Α.Π. περί πολυϊδιοκτησίας και η διαγραφή του από τον κανονισμό.
Προκύπτουν, δηλαδή, σαφέστατες εκδηλώσεις λειτουργίας της ΕΠΟ με βάση την ελληνική έννομη τάξη και το ερώτημα που τίθεται είναι «μέχρι ποιου βαθμού η προσαρμογή της ΕΠΟ στην ελληνική έννομη τάξη θεωρείται αυτονόητη και από ποιου σημείου και μετά η κρατική παρέμβαση ξεπερνά τα ειωθότα, άρα συνιστά παρέμβαση στο ποδοσφαιρικό αυτοδιοίκητο».
Την απάντηση σε αυτές τις περιπτώσεις τη δίνει όπως πάντα η FIFA. Αυτή κρίνει αν οι όποιες αλλαγές συνιστούν κρατική παρέμβαση στην ανεξαρτησία του ποδοσφαίρου και απειλούν τον σκληρό πυρήνα ή είναι ένα ακόμη επεισόδιο σε μια προϊούσα διολίσθηση της Ομοσπονδίας σε μια ΔΕΚΟ του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Σε κάθε περίπτωση δυσκολεύεται κανείς να πιστέψει πως η κυβέρνηση (δηλαδή ο πρωθυπουργός) αποφάσισε (αν συμβαίνει τελικά αυτό) να αλλάξει το εκλογικό σύστημα της ΕΠΟ χωρίς να ρωτήσει και, ακόμη-ακόμη, να συνεννοηθεί με τη FIFA. Κάπου εδώ μπαίνει και η σχετική ενημέρωση-απάντηση από το υφυπουργείο, η οποία αναφέρει ρητώς ότι «οι διεθνείς ποδοσφαιρικές αρχές ενημερώθηκαν αναλυτικά πριν από τη σχετική ανακοίνωση. Συζητήθηκε, επιπλέον, η εκκρεμότητά τους με τη σύνταξη της Έκθεσης για το ελληνικό ποδόσφαιρο, που απορρέει από το «Μνημόνιο Συνεργασίας», το οποίο υπέγραψε η ελληνική Κυβέρνηση με τις FIFA και UEFA στις 25/2/2020 στην Αθήνα».
Εφόσον ισχύει κάτι τέτοιο, δεν έχει καν νόημα να το συζητάμε περαιτέρω.