Η γειτονιά μας στην Καλλιθέα δεν θα είναι ποτέ η ίδια. Χάσαμε τη Βασιλική και τη Σοφία, τα δίδυμα, που «ταυτοποιήθηκαν». Θέλω να ουρλιάξω, να μ’ ακούσει ο κόσμος όλος, που δεν θα τα ξαναδώ το πρωί, πιασμένα χεράκι – χεράκι, να πηγαίνουν στο δημοτικό. Να σταματούν στο φούρνο του Διονύση και της Τζένης για το κουλουράκι τους.
Στην αναγγελία του κακού μαντάτου, η γειτονιά μας βουβάθηκε, όλοι μας μιλούσαμε με τα μάτια, ούτε κουράγιο για ένα τυπικό «καλημέρα». Όλοι όμως είχαμε την ελπίδα ότι τελικά η Σοφία με τη Βασιλική θα ξεπρόβαλαν στην Ιφιγενείας, ότι θα τις ξαναβλέπαμε. Δεν θα ξαναδούμε αυτά τα προσωπάκια. Χάθηκαν. Χάσαμε την αθωότητα.
Για να ξεκινήσει καλά η μέρα στη γειτονιά, έπρεπε να δούμε τη Βασιλική και τη Σοφία να περνούν. Ευωδίαζε το πεζοδρόμιο με το περπάτημά τους, με τις γλυκοφατσούλες τους, με τα ματάκια τους να σε περιεργάζονται. Δεν μπορώ να συνεχίσω, οι λέξεις συντρίβονται μέσα μου. Βασιλική μου, Σοφία μου, σας αποχαιρετώ με τους στίχους του Οδυσσέα Ελύτη κι ένα τραγούδι του Νίκου Παπάζογλου…
Ο γλάρος
Στο κύμα πάει να κοιμηθεί
δεν έχει τι να φοβηθεί
Μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει
γλάρος είναι και πηγαίνει
Από πόλεμο δεν ξέρει
ούτε τι θα πει μαχαίρι
Ο Θεός του ‘δωσε φύκια
και χρωματιστά χαλίκια
Αχ αλί κι αλίμονό μας
μες στον κόσμο το δικό μας
Δε μυρίζουνε τα φύκια
δε γυαλίζουν τα χαλίκια
Χίλιοι-δυο παραφυλάνε
σε κοιτάν και δε μιλάνε
Είσαι σήμερα μονάρχης
κι ώσαμ’ αύριο δεν υπάρχεις.
Φύσηξε ο Βαρδάρης
Φύσηξε ο Βαρδάρης και καθάρισε
Ήλιος λες και τελείωσε ο χειμώνας
Βγήκα μια βόλτα και μπροστά της βρέθηκα
Στάθηκα κι απόμεινα κοιτώντας
Φλόγες ζωηρές που τρεμοπαίζουνε
τα ρούχα, τα μαλλιά της στον αέρα
Στη στάση πέρα δώθε σπινθηρίζουνε
τα δυο της μάτια, κάρβουνα αναμμένα
Πριν να σε χορτάσουνε τα μάτια μου
σε άρπαξε θαρρείς το λεωφορείο
κι έμεινα να κοιτώ καθώς χανόσουνα
κι έφτανε ως το κόκαλο το κρύο