Η χώρα μας διανύει ίσως την τραγικότερη εβδομάδα της σύγχρονης ιστορίας της, καθώς μετά τις πυρκαγιές που ξέσπασαν τις προηγούμενες μέρες στο νομό Αττικής, συνεχίζεται η καταμέτρηση των θυμάτων. Εκτός από τους δεκάδες επιβεβαιωμένους νεκρούς, υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός τραυματιών, ενώ δεκάδες είναι και οι αγνοούμενοι. Το σκηνικό είναι ακόμη «πολεμικό», αλλά όπως είναι λογικό σε λίγο καιρό, θα το αφήσουμε πίσω μας και θα συνεχίσουμε όλοι κανονικά την «καθημερινότητά» μας, εκτός βέβαια από τους άμεσα εμπλεκόμενους. Πυρόπληκτοι, συγγενείς, φίλοι, γείτονες, ακόμη και διασώστες, είναι πολύ πιθανό να εμφανίσουν κάποια ψυχική ή ψυχοτραυματική διαταραχή, απόρροια των πολύ έντονων εικόνων και γεγονότων που βίωσαν. Στο πλαίσιο αυτό, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι οι άνθρωποι αυτοί χρειάζονται την υποστήριξη και την βοήθεια ειδικών, επαγγελματιών, αλλά και εθελοντών.
Κατ’ αρχάς, ορισμένα γεγονότα όπως είναι οι φυσικές καταστροφές, δρουν άμεσα ή έμμεσα ως στρεσογόνοι παράγοντες για τους ανθρώπους, λόγω των αλλαγών που προκαλούν στην κανονικότητα της ζωής. Μπορούν να τροποποιήσουν καθοριστικά τη ζωή του ατόμου, το οποίο θα χρειαστεί να καταβάλει προσπάθειες για να προσαρμοστεί στην καινούρια κατάσταση που δημιουργείται. Οι αλλαγές αυτές προκαλούν δυσφορία, ενώ μπορούν μακροπρόθεσμα να οδηγήσουν σε ψυχικά τραύματα. Ως ψυχικό τραύμα, ορίζεται η αντίδραση σε κάθε ψυχοπιεστικό γεγονός, το οποίο βιώνεται από ένα άτομο ως απειλητικό ή καταστροφικό για την σωματική ακεραιότητα του ίδιου ή άλλων προσώπων. Μπορεί να προκαλέσει έντονο φόβο, αίσθημα ανασφάλειας ή αίσθημα τρόμου σχεδόν σε οποιονδήποτε.
Έτσι, ενεργοποιούνται ποικίλοι αμυντικοί μηχανισμοί για την αποκατάσταση της ισορροπίας του οργανισμού, μερικές φορές με επιτυχία και άλλες χωρίς να επιτυγχάνεται αποτελεσματική επαναπροσαρμογή. Η εμφάνιση της συμπτωματολογίας συνδέεται στενά με την ερμηνεία που δίνει το άτομο σχετικά με το πόσο σημαντικό είναι το γεγονός από συναισθηματική άποψη. Για παράδειγμα, σε θύματα φυσικών καταστροφών αυτό που βιώνεται κυρίως είναι το πολύ έντονο αίσθημα της απώλειας. Η απώλεια μπορεί να αφορά ένα πρόσωπο, την κατοικία, ακόμη κι ένα αντικείμενο. Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι οι επιπτώσεις των ψυχοπιεστικών γεγονότων μπορεί να διαφέρουν, ανάλογα με την ηλικία, το φύλο, την κοινωνική τάξη και την οικογενειακή κατάσταση του καθενός.
Συχνά, η κλινική εικόνα της ψυχοτραυματικής κατάστασης χαρακτηρίζεται από διαταραχές του ύπνου με εφιάλτες, αποφυγή δραστηριοτήτων που θυμίζουν το τραυματικό γεγονός, δυσκολία συγκέντρωσης, ευερεθιστότητα, μειωμένη συναισθηματική συναλλαγή και κοινωνική απόσυρση. Ακόμη, μπορεί να συνοδεύεται από κατάθλιψη, αυτοκτονικό ιδεασμό και κατάχρηση αλκοόλ ή ουσιών, καθώς η ενοχή της επιβίωσης σε περίπτωση θανάτου συγγενικών προσώπων αποτελεί χαρακτηριστικό φαινόμενο. Φυσικά, ψυχικά τραύματα υφίστανται όλοι σχεδόν οι άνθρωποι στη διάρκεια της ζωής τους, δεν είναι όμως για όλους παθογόνα.
Όσον αφορά στην αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων, βασικό στόχο πρέπει να αποτελεί το να σταματήσει το άτομο να κυριαρχείται από τις μνήμες του παρελθόντος και να ξαναρχίσει να ζει στο παρόν. Αν και πρόκειται για τρομακτική και μη αποδεκτή κατάσταση, το άτομο καλείται να ενσωματώσει το τραυματικό γεγονός ως ένα βίωμα της προσωπικής ζωής του, μέσα από κατάλληλη συναισθηματική επεξεργασία. Αυτή η ενσωμάτωση δεν είναι εύκολη ως προς την υλοποίησή της και είναι κάτι που σίγουρα έρχεται σταδιακά. Οπωσδήποτε, είναι αναγκαία η ευαισθητοποίηση όλης της κοινωνίας. Οι ασθενείς εμφανίζονται ειδικά τον πρώτο καιρό απρόθυμοι για συζήτηση γύρω από την συμπτωματολογία τους και αποφεύγουν την ψυχιατρική παρακολούθηση. Άλλωστε, σε πολλές περιπτώσεις φαίνεται πως οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας υποκαθίστανται σε πρώτο στάδιο τουλάχιστον, από άλλα άτομα ή υπηρεσίες όπως είναι για παράδειγμα οι φίλοι, οι εθελοντές ή οι διάφοροι κοινωνικοί φορείς.
Εν κατακλείδι, αν υπάρχει κάτι θετικό αμέσως μετά την τραγωδία, είναι η αλληλεγγύη που έδειξαν όλοι οι πολίτες της χώρας. Είναι σπουδαίο μέσα στις μεγάλες κρίσεις και συμφορές να καταφέρνουν να διατηρούνται οι ανθρώπινες αξίες. Ωστόσο, η Πολιτεία είναι υποχρεωμένη να μεριμνήσει για άλλα βασικά πράγματα σχετικά με αυτούς τους ανθρώπους και να μην μείνει στα λόγια. Οι δύο κύριοι παράγοντες είναι η κάλυψη των βασικών αναγκών διαβίωσης και η παροχή ασφάλειας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι διαδραματίζουν σημαντικότατο ρόλο και συνιστούν προϋπόθεση για οποιαδήποτε θεραπευτική ή φαρμακευτική παρέμβαση.
Λάμπρος Αναγνωστόπουλος
Βιβλιογραφία: Νικηφόρος Β. Αγγελόπουλος, Ιατρική Ψυχολογία και Ψυχοπαθολογία, Βήτα Ιατρικές Εκδόσεις