«Πριν αλέκτορα φωνήσαι» τμήμα της επιστολής του Ολυμπιακού προς τον κ. Αυγενάκη, αυτό που αφορά στη διαιτησία και στον Video Assistant Referee (VAR), επιβεβαιώθηκε με τρόπο «πανηγυρικό» σε τρεις αγώνες της 11ης αγωνιστικής. Στη Ν. Σμύρνη και στην Τούμπα σε ηπιότερο χάλι και στο Ολυμπιακό στάδιο… στο μαύρο χάλι.
Η επιβεβαίωση υπήρξε τόσο «μεγαλειώδης» που ακόμη και γραφίδες άκρως υπερασπιστικές προς την κάθαρση, την εξυγίανση και την επιβεβλημένη χρήση της τεχνολογίας αναγκάστηκαν να παραδεχθούν δημοσίως ότι προκύπτει δυσεπίλυτο (στην καλύτερη περίπτωση) ζήτημα με την εκπαίδευση των διαιτητών.
Ευσεβής και σεβαστή η επιδίωξη «να ξεπλυθεί» ένα εξαιρετικά λειτουργικό «σύστημα», που διαχειρίζεται, στην ουσία, την ελληνική διαιτησία ερήμην κάθε επίσημου, θεσμικού φορέα, αλλά ανεπαρκέστατη.
Ακόμη, η απολύτως απαραίτητη εκπαίδευση των διαιτητών στη χρήση του VAR να προέκυπτε ως παράγοντας της εξίσωσης, ακόμη και η εκπαίδευση αυτή να είχε ανατεθεί σε ξένους ειδικούς, ακόμη και να καλύπτονταν πλήρως οι απαραίτητες ώρες εκπαίδευσης και τα υποχρεωτικά τεστ τίποτε δεν θα είχε αλλάξει στην εικόνα που η ελληνική ποδοσφαιρική οικογένεια εισπράττει από τα γήπεδα.
Το τεράστιο, ανεπίλυτο προς το παρόν πρόβλημα του V.A.R. στο ελληνικό πρωτάθλημα δεν παράγεται από κάποια, εγγενή ή τεχνητή, αντίδραση των εγχώριων ρέφερι στην εισαγωγή της τεχνολογίας. Δεν πρόκειται για ένα νέο, ελληνικής προέλευσης, ποδοσφαιρικό λουδισμό, όπου οι «κατατρεγμένοι» διαιτητές επίτηδες, για να αντιμετωπίσουν την πιθανότητα να μειώσει τον όγκο εργασίας τους η τεχνολογία, «σπάνε» το V.A.R. με αποφάσεις που προκαλούν αποστροφή ακόμη και σε παιδιά νηπιαγωγείου και με τις οποίες γελάνε και τα τσιμέντα…
Δεν πρόκειται, επίσης, για μια εικόνα κωμική πλέον η οποία προκύπτει από την πλημμελή εκπαίδευση των διαιτητών (αν και υπάρχει ανάλογο πρόβλημα με ευθύνη Περέιρα – Κουκουλάκη), ώστε να δικαιολογείται αυτό το απίστευτης απαξίας προϊόν ή να επιβεβαιώνεται, κάθε φορά που κινείται ο VAR, μια απόφαση που ήδη την γνωρίζουν όλοι οι θεατές και τηλεθεατές πριν καν εμφανιστεί.
Ο Έλληνας Video Assistant Referee κάνει, αποφασίζει, εισηγείται, προτρέπει, διευκρινίζει, καθοδηγεί (ή ό,τι άλλο στο διάολο κάνει μπροστά σε μια οθόνη) με μοναδικό σκοπό να υπηρετήσει πλήρως και χωρίς εκπτώσεις το σύστημα που τον έχει περιλάβει στον πίνακα της κατηγορίας. Το ίδιο σύστημα που του διασφαλίζει το ακαταδίωκτο (γλιτώνει πάντα με μερικές αμυχές), τον επιβραβεύει με την παραμονή στον πίνακα για όσο διάστημα είναι υπάκουο παιδί και δεν παρουσιάζει διάφορες μεταφυσικές ανησυχίες περί «ισονομίας», του προσφέρει, ως δείγμα εξαιρετικών υπηρεσιών και τον τίτλο του FIFA Referee και τον έχει πάντα χαρούμενο κι ευτυχισμένο.
Ο Έλληνας διαιτητής V.A.R. είναι ένας ακόμη αστικός μύθος σε μια χώρα κι ένα ποδόσφαιρο που νομίζει ότι διαθέτει και διεξάγει διοργανώσεις, που «ψήνεται» με επικοινωνιακούς ανταγωνισμούς, που ονειρεύεται πορείες στις διασυλλογικές διοργανώσεις της UEFA και μόλις βγει εκτός συνόρων «κάνει κακά και τσίσα μαζί», επειδή, πολύ απλά, αντιλαμβάνεται ότι η τακτική με την οποία θριαμβεύει στη χώρα έξω από αυτή δεν φοβίζει κανένα, δεν την υπολογίζει κανένας, δεν απασχολεί κανένα.
Δεκαπεντάρη του Γυμνασίου αν πάρεις, του μάθεις τους Κανόνες του Παιχνιδιού και τον βάλεις μπροστά σε τρεις οθόνες με όλες τις δυνατές λήψεις στη διάθεση του δεν πρόκειται να χάσει ούτε μια φάση. Δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να κάνει ούτε ένα λάθος.
Να τελειώσουμε πια με αυτό τον μύθο του VAR που θα σώσει το ποδόσφαιρο. Το μόνο που σώζει μέχρι σήμερα η είσοδος της τεχνολογίας στο ελληνικό ποδόσφαιρο είναι… τα μεροκάματα. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο.
Την πίτα αύξησε γιατί πρέπει να δοκιμάσουν περισσότεροι. Όλα τα υπόλοιπα είναι μύθοι και διηγήσεις επιστημονικής φαντασίας.