Μετά από κάθε αποτυχία γίνεται το ταμείο. Όλοι ψάχνουν τους λόγους που οδήγησαν στην αγωνιστική και οικονομική καταστροφή προκειμένου, με τις κατάλληλες κινήσεις να έλθουν καλύτερες μέρες.
Ο πρόωρος αποκλεισμός της Εθνικής ομάδας, αποτελεί το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Η ελπίδα μπορεί να πεθαίνει τελευταία όμως με τη στοιχειώδη εμπειρία βλέπεις τα σημάδια και βγάζεις συμπεράσματα. Όχι για να γίνεις μάντης κακών, αλλά για ν’ αποτυπώσεις αυτό που έρχεται. Η δικαίωση στην πρόβλεψη είναι γεγονός ότι σου γεννά μικτά συναισθήματα. Ικανοποίηση γιατί έπεσες μέσα και απογοήτευση για το κατάντημα της Εθνικής, μιας ομάδας που έχει υλικό, που μπορεί όχι να είναι παρούσα στα μεγάλα ραντεβού, αλλά και να διακρίνεται, αλλά έπεσε σε…. ξένα χέρια.
Η παρέα του Βαγγέλη Γραμμένου τα άλλαξε όλα. Έκανε τις επιλογές της, έφερε τα δικά της παιδιά, που πλαισίωσαν τα εθνικά συγκροτήματα, αλλά στο τέλος τι κατάφερε να κάνει; Μα τρύπα στο νερό. Γιατί η εθνική ομάδα δεν επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, αλλά στις προϋποθέσεις που δημιουργείς για επιτυχία. Το να χτίσεις κάτι νέο είναι εύκολο. Αλλά αν δεν πάρεις τα κατάλληλα υλικά αυτό θα γκρεμιστεί κι ευκολότερα από το προηγούμενο.
Τι πρέπει ν’ αλλάξει στην εθνική; Οι παίκτες, ο προπονητής, ο τεχνικός διευθυντής, το ιατρικό επιτελείο, οι… δημοσιογράφοι, οι… φίλαθλοι, η έδρα ,το προπονητικό κέντρο, οι… κατάσκοποι; Η απάντηση είναι απλή και μία. Η διοίκηση.
Έφθασα 31 χρόνια ρεπόρτερ της εθνικής και πρώτη φορά βλέπω τέτοια χάλια, τόση προχειρότητα, τέτοια ανοργανωσιά. Η εθνική κατάντησε ανεπιθύμητη στην ίδια της τη χώρα, δεν έχει τη δυνατότητα να παίξει στο γήπεδο που θέλουν οι παίκτες και ο προπονητής, δεν είναι οικογένεια. Θέλει πολλή δουλειά για να δημιουργήσεις τις προϋποθέσεις επιτυχίας. Από πρώτοι στην πόλη, καταντήσαμε τελευταίοι του χωριού. Πρώτα απ’ όλα χρειάζεται πάθος. Αγάπη. Λατρεία για τη γαλανόλευκη.
Γνώρισα πολλά στελέχη που κοιμόντουσαν και ξυπνούσαν με το τι θα κάνουν για να βοηθήσουν την εθνική. Να λύσουν τα προβλήματά της, πριν αυτά δημιουργηθούν. Σε δύσκολες εποχές. Από τον Ηρακλή Παπαλόη, τον Γιώργο Θωμαϊδη, τον Γιώργο Γκιρτζίκη, τον Τάκη Ανδριά, τον Γιώργο Βούρβαχη, τον Κώστα Θεολογίτη, μέχρι τον Βασίλη Γκαγκάτση και τον Βασίλη Χατζηαποστόλου. Άλλοι με λιγότερα μέσα, άλλοι με περισσότερα, άλλοι με καινοτόμες ιδέες, άλλοι στηριζόμενοι στις γνωριμίες και την τεχνοκρατική τους αντίληψη. Όλοι όμως με μεράκι για την εθνική. Μεράκι που είχαν μεταλαμπαδεύσει και στους ρεπόρτερ. Αυτούς που σε πέτρινα χρόνια, αλλά και μεγάλες επιτυχίες ήταν εκεί για να κάνουν γόνιμη κριτική και να αναδείξουν τα επιτεύγματα.
Θυμάμαι πως φθάναμε να πηγαίνουμε σε αφίξεις ακόμη και της εθνικής παίδων. Και οι 15χρονοι τότε διεθνείς έβλεπαν ότι το να φοράς το εθνόσημο ήταν κάτι πολύ σπουδαίο που σου προσφέρει πολλά. Από τον Γιώργο Καραγκούνη και τον Σωτήρη Κωνσταντινίδη, μέχρι τον αδικοχαμένο Παναγιώτη Κατσούρη. Πλέον στις μικρές εθνικές ψάχνουν να βρουν αν αναφέρεται κάπου ότι έπαιξαν και κόντρα στην Αγγλία ή τη Γερμανία.
Το οικοδόμημα της εθνικής θέλει απίστευτες θυσίες για να χτιστεί. Και να του… μιλάς όταν το χτίζεις, όταν το δημιουργείς. Είναι τόσο πολλά αυτά που λείπουν σήμερα από την Εθνική, που είναι καταδικασμένη να αποτυγχάνει. Όχι γιατί δεν έχουν το ταλέντο οι Έλληνες παίκτες. Αλλά γιατί τα παλάτια στην χτίζονται στην άμμο, όπως επιχειρεί η διοίκηση του Βαγγέλη Γραμμένου. Όσο λοιπόν αυτοί οι άνθρωποι διαφεντεύουν την εθνική ομάδα, τον Μουρίνιο να πάρουν, νύχτα θα φύγει. Με… αποζημίωση πάντα.