Επιμένει, σε πείσμα της συγκυρίας, ο αστικός μύθος: Ο κ. Χρυσοχοΐδης την πρώτη μέρα ανάληψης των καθηκόντων του και στη διάρκεια της γνωστής σύσκεψης με παρούσα τη φυσική ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ (πλην του «αδειούχου λόγω «υπερκόπωσης» από την ορθοστασία των προεκλογικών συγκεντρώσεων του ΣΥΡΙΖΑ τότε αρχηγού) κοινοποίησε με τον πλέον εμφαντικό τρόπο την επιθυμία/απόφαση του «να τελειώνουμε με το αποκρουστικό θέμα της βίας στα γήπεδα».
Προς επίρρωση μάλιστα των ισχυρισμών του (και της αποφασιστικότητας του) παρουσίασε ενώπιον όλων την κορυφαία σκηνή από το διακοπέν ντέρμπι Παναθηναϊκού-Ολυμπιακού, όπου οργανωμένοι οπαδοί των «πράσινων», ως ιεραρχικά δομημένη ομάδα, σηκώθηκαν από τη θέση τους στην εξέδρα, κατέβηκαν ανενόχλητοι στο ταρτάν του γηπέδου, προχώρησαν ανενόχλητοι στον πάγκο του Ολυμπιακού και επιχείρησαν, ανεπιτυχώς, να δώσουν τα «καλωσορίσματα» στους ερυθρόλευκους.
«Αυτή η εικόνα είναι ντροπή και δεν πρέπει να επιτρέψουμε να επαναληφθεί» ήταν η υπουργική επωδός, προς τέρψιν των παρευρισκομένων που «πολλά έχουν δει τα μάτια τους μ΄αυτό τους φέρνει τρόμο».
Θερμή η συνηγορία υπέρ της υπουργικής απόφασης, ειδικά από όσους εξακολουθούν, σε πείσμα των καιρών, να επιμένουν πως «η γηπεδική βία είναι ζήτημα που λύνεται με επάρκεια αν επιλέξει κάποιος συνταγές δοκιμασμένες με γενικευμένη ισχύ χωρίς να χρειάζεται να ανακαλυφθεί εκ νέου η Αμερική για να αντιμετωπιστεί ένα ζήτημα ζωής και θανάτου για τον ελληνικό αθλητισμό».
Το πρόβλημα αρχίζει από την ώρα που οι εμφορούμενοι με τις ιδέες της σθεναρής αντιμετώπισης της βίας των γηπέδων ξεκινάνε να αντιπαλέψουν το θηρίο και έκπληκτοι αντιλαμβάνονται πως δεν είναι μόνο ένα. Δεν περιορίζεται, δηλαδή, στα 500-1000 άτομα σε όλη τη χώρα, κατανεμημένα ανά ΠΑΕ, που αποτελούν τον σκληρό πυρήνα των ηγετικών ομάδων των οργανωμένων οπαδών, που διαχειρίζονται δηλαδή οργανωτικά το επονομαζόμενο «οπαδικό κίνημα» και διαμορφώνουν τη δημόσια εικόνα του.
Αυτούς τους χίλιους, τους δεσμούς που τους συνδέουν, τα οικονομικά συμφέροντα που τους συνέχουν, τις κάθε είδους (παράνομες κατά βάση) εμπορικές συναλλαγές που τους χαρακτηρίζουν, τις αντιπαλότητες (υπαρκτές ή κατασκευασμένες) που τους διεγείρουν τους γνωρίζει άριστα η ΕΛ.ΑΣ και της είναι εξαιρετικά εύκολο «να τους μαζέψει» (μαζί με τις δραστηριότητες τους) μόλις λάβει τη σχετική εντολή.
Τα υπόλοιπα πρόσωπα του «τέρατος» είναι ισχυρότερα, περισσότερο αποκρουστικά και δύσκολα αντιμετωπίζονται, καθώς ακουμπάνε βασικές και δυναμικές παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, δομικά ενσωματωμένες στις λειτουργίες της, από τις οποίες παράγονται στάσεις, νοοτροπίες και συμπεριφορές ετών.
Στην ουσία για να ξεκινήσει κάποιος να σχεδιάσει μια πολιτική για να αντιμετωπίσει τη βία των γηπέδων θα πρέπει να αποφασίσει ότι χρειάζεται να σταθεί απέναντι σε μια «ολόκληρη» κοινωνία, που έχει εκπαιδευτεί στην ανοχή και (το χειρότερο) στην αποδοχή της υπό όρους ως δείγμα «δημοκρατικής λειτουργίας» της. Ως συγκριτικό μέγεθος «για την ποθούμενη ελευθερία» της.
Η λογική αυτή έχει διαποτίσει όλη την ελληνική κοινωνία και την χειραγωγεί ιδεολογικά με κορυφαίες εκφάνσεις της μια εδραιωμένη αίσθηση ατιμωρησίας, που προκύπτει, ως λογικό αποτέλεσμα, από μια θεοποιημένη νοοτροπία περί «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», που καταντάει (έχει ήδη καταντήσει δηλαδή) να αποτελεί απόλυτη ασυδοσία.
Με άλλα λόγια αν η πολιτική απόφαση για την αντιμετώπιση της βίας στα γήπεδα δεν αρθρωθεί σε κυβερνητικές συνεργασίες για μια νέα πολιτική δικαίου (και δικαιοσύνης) δεν έχει καμία απολύτως τύχη να παράξει οποιοδήποτε μετρήσιμο αποτέλεσμα.
Τα υπόλοιπα όλα είναι εύκολο και να σχεδιαστούν και να προκύψουν.