Απουσιάζει από τη λίστα των προτεραιοτήτων της νέας κυβέρνησης ο αθλητισμός. Ο κ. Μητσοτάκης δεν τον περιέλαβε στην παρουσίαση του κυβερνητικού προγράμματος με αποτέλεσμα να μην αναφέρεται καν στις προβλέψεις για τη σύνθεση του νέου υπουργικού συμβουλίου.
Οι ερμηνείες για την απουσία αυτή ποικίλλουν. Η πλέον διαδεδομένη ερμηνεύει την εξέλιξη αυτή με τη λογική «οι βασικές πολιτικές προτεραιότητες της κυβέρνησης είναι άλλες, σημαντικότερες από τη μπάλα», ερμηνεία από την οποία δεν απουσιάζει μια δικαιολογημένη απαξία με βάση την πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί στο χώρο μετά από μια τετραετία «και κάτι ψιλά» συριζαίικης ιδεοληψίας και κομματικής ανικανότητας.
Εδώ που τα λέμε προϋποθέτει εξαιρετική γενναιότητα να αποφασίσει κάποιος να ασχοληθεί (σε κυβερνητικό επίπεδο) με ένα καθεστώς γενικευμένης σήψης στο οποίο κυριαρχούν η ανυποληψία, η ακραία συναλλαγή, οι στοιχηματζήδες κάθε είδους, οι μπράβοι, οι τραμπούκοι, οι απόπειρες δολοφονίας, οι εξαγορές ψήφων και συνειδήσεων, τα κομματόσκυλα και οι φανεροί (και κρυφοί) υπάλληλοι επιχειρηματιών.
Η επιλογή «να μπλέξει κάποιος με τα σκατά» δεν δείχνει να ελκύει ούτε τον νυν πρωθυπουργό, που εμφανίζεται να μην έχει ξεκαθαρισμένη πολιτική πρόταση για το μέλλον του χώρου ή, ακόμη χειρότερο, να μην επιθυμεί να ασχοληθεί καν με τη σαπίλα που βασιλεύει στον ελληνικό αθλητισμό. Όπως και να το δει κανείς είναι κακή, κάκιστη η συγκυρία μέσα στην οποία μια νέα κυβέρνηση καλείται, έστω και εξ ανάγκης, να αντιμετωπίσει χρόνιες παθογένειες και αντιπαραθέσεις που έχουν αποκτήσει εκρηκτικό (κυριολεκτικά κάποιες φορές) χαρακτήρα.
Οι παλιές συνταγές έχουν αποτύχει παταγωδώς. Όπως απέτυχαν και όλα τα κυβερνητικά σχήματα που μέχρι τώρα επινοήθηκαν για να υλοποιήσουν την όποια κυβερνητική πρόταση. Δεν έχει κανένα πρακτικό νόημα να επαναληφθούν και με τη νέα κυβέρνηση, καθώς είναι εξαρχής υπονομευμένα, άρα έτοιμα να αποτύχουν.
Υπάρχει λύση; Προφανώς. Ποια μπορεί να είναι; Η αλλαγή του γηπέδου. Η δραματική αλλαγή των όρων και των προϋποθέσεων με τις οποίες το αθλητικό φαινόμενο έχει καταστεί τα τελευταία σαράντα χρόνια προνομιακός χώρος για την υλοποίηση κομματικών και προσωπικών πολιτικών, οι οποίες απέτυχαν παταγωδώς, καθώς ήρθαν σε ευθεία σύγκρουση με τον βασικό χαρακτήρα του αθλητισμού, που δεν είναι άλλος από την αυτονομία και την ανεξαρτησία του.
Ο αθλητισμός εκδικείται σκληρά όσους επιχειρούν να τον ποδηγετήσουν και να τον ελέγξουν, όσους πιστεύουν πως η διαχείριση του υπακούει σε λογικές λαϊκής αγοράς « τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, πέντε το λαδόξυδο»…
Είτε το θέλει, είτε όχι η κάθε κυβερνητική πλειοψηφία ο αθλητισμός μπορεί να λειτουργήσει και να αναπτυχθεί μόνο σε καθεστώς αυτονομίας, θεσμικά κατοχυρωμένης ανεξαρτησίας για όλα τα ζητήματα που αποκλειστικά τον αφορούν και με την διεθνώς αποδεκτή πυραμιδική οργάνωση που τον χαρακτηρίζει.
Για όσο χρονικό διάστημα οι εγχώριες κυβερνήσεις δεν κατανοούν την αναγκαιότητα αυτή και καταναλώνουν πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο για να πείσουν περί του αντιθέτου τίποτε καλό δεν μπορεί να προκύψει για τον αθλητισμό και για τους ίδιους. Η κατάληξη των πολιτικών τυχοδιωκτών Κοντονή, Βασιλειάδη, Κωνσταντινέα είναι ισχυρό μήνυμα για κάθε επίδοξο διάδοχο τους.
Αλλαγή γηπέδου λοιπόν. Υπόθεση δύσκολη, κομματικά τολμηρή, κυβερνητικά προκλητική, αλλά απολύτως αναγκαία αν δεν θέλει και αυτή η κυβέρνηση πολύ σύντομα να γελάει μαζί της η ελληνική κοινωνία.
Γιατί ο αθλητισμός το ‘χει αυτό: παράγει πολύ περισσότερο γέλιο όταν πρόκειται να τον διαχειριστούν ιδεοληπτικοί κυβερνητικοί και κομματικοί δήθεν διατεταγμένοι ινστρούχτορες της πλάκας.