Ήταν το μεγάλο σίριαλ του καλοκαιριού του 1991 και τελείωσε σαν σήμερα, 15 Ιουλίου, τελευταία ημέρα της συντομότατης (τότε) μεταγραφικής περιόδου. Ο Βασίλης Καραπιάλης, ο χαρισματικός δημιουργικός μέσος της ΑΕΛ, ήταν πλέον παίκτης του Ολυμπιακού, ο οποίος φιλοδοξούσε με αυτόν ως ηγέτη να επιστρέψει στην κορυφή ύστερα από τέσσερα δύσκολα χρόνια.
Δεν θα αποδεικνυόταν τόσο απλή υπόθεση η ανάκαμψη για τον Ολυμπιακό, όπως δεν ήταν εύκολη και η προσαρμογή του Καραπιάλη στον Πειραιά. Ίσως να έπαιξε τον ρόλο του και το γεγονός ότι ο διεθνής μέσος κάθε άλλα παρά «καιγόταν» να φύγει από τη Λάρισα, παρότι όλοι σχεδόν οι συμπαίκτες του από τη χρονιά του πρωταθλήματος του 1988 είχαν αποχωρήσει – για σαφώς μικρότερες ομάδες, μάλιστα. Ούτε το γεγονός ότι είχε προηγηθεί μία εφιαλτική χρονιά, κατά την οποία ο υποβιβασμός αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή, άλλαξε τις διαθέσεις του Καραπιάλης, ο οποίος ακόμα και στις πρώτες δηλώσεις του μετά την υπογραφή του στους «ερυθρόλευκους», δεν παρέλειψε δηλώσει στα ίσα ότι δέχθηκε πιέσεις για να αφήσει την ΑΕΛ!
Για όσους δεν το πιστεύουν, αντιγράφουμε τις δηλώσεις του Λαρισαίου άσου, όπως καταγράφηκαν στο ρεπορτάζ του σημερινού συνεργάτη του fws.gr, Νίκου Συνοδινού, στην «Αθλητική Ηχώ» της 16ης Ιουλίου 1991: «Έπειτα από έντονες ψυχολογικές πιέσεις δύο και πλέον μηνών, που εύχομαι να μη ζήσει κανείς άλλος, έληξε σήμερα το βράδυ η υπόθεση της μεταγραφής μου, που ταλαιπώρησε εκτός από μένα, ένα ολόκληρο κύκλωμα και χιλιάδες ανθρώπους. Ζητώ συγνώμη από όσους ταλαιπωρήθηκαν, περιμένοντας το τέλος αυτής της υπόθεσης, αλλά δεν φταίω εγώ. Με πόνο ψυχής έφυγα από τη Λάρισα και την ΑΕΛ που με ανέδειξε. Εύχομαι στον υπέροχο κόσμο της Λάρισας και στους παλιούς μου συμπαίκτες να γνωρίσουν από δω και στο εξής μόνο επιτυχίες. Θα τους έχω πάντα στην καρδιά μου. Για τη νέα μου ομάδα, τον Ολυμπιακό, δεν νομίζω ότι χρειάζονται ιδιαίτερα λόγια. Έφυγα από τη μεγάλη ΑΕΛ και ήρθα στον μεγαλύτερο σύλλογο της Ελλάδας. Ευχαριστώ τη διοίκηση του κ. Σαλιαρέλη και τους φιλάθλους της νέας μου ομάδας, που με συγκλόνισαν στην πρώτη επαφή που είχα μαζί τους».
Υποδοχή από 5.000 οπαδούς
Πράγματι, η υποδοχή που επιφυλάχθηκε στον Καραπιάλη ήταν εντυπωσιακή. Αν και οι ειδήσεις δεν ταξίδευαν τόσο γρήγορα τότε, 5.000 οπαδοί του Ολυμπιακού βρέθηκαν στα γραφεία της «ΣΟΣΚΟ» και αποθέωσαν τον διεθνή άσο, που τους παρακολουθούσε σαστισμένος. Ο Καραπιάλης είχε κερδίσει τη συμπάθεια του κόσμου των «ερυθρόλευκων» όχι μόνο επειδή ήταν σπουδαίος παίκτης, αλλά και για το γεγονός ότι είχε ξεκαθαρίσει πως δεν ήθελε να πάει στον Παναθηναϊκό, ο οποίος επίσης πρόσφερε πολλά λεφτά στη Λάρισα για να τον πάρει, και ότι αν ήταν υποχρεωτικό να φύγει, θα προτιμούσε να πάει στον Ολυμπιακό. Όπως κι έγινε τελικά, μια και οι «βυσσινί» δεν περνούσαν τις ευτυχέστερες στιγμές τους (και) από οικονομικής πλευράς και τα χρήματα από την πώληση του «αστεριού» τους θα αποτελούσε τονωτική «ένεση» στο ταμείο της ΠΑΕ. Έστω και λίγες ώρες πριν την εκπνοή της μεταγραφικής περιόδου, λοιπόν, έγινε το deal με τον Αργύρη Σαλιαρέλη να συμφωνεί να δώσει 170 εκατ. δρχ. στη Λάρισα (τα οποία άργησε να τα εισπράξει, αλλά αυτό είναι άλλη, πονεμένη ιστορία) και 90 εκατ. δρχ. στον Καραπιάλη, για τριετές συμβόλαιο.
Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ιδανικά για τον σπουδαίο αυτό παίκτη, ο οποίος δυσκολεύτηκε πολύ να προσαρμοστεί στις ιδιαίτερες απαιτήσεις του προβληματικού, τότε, Ολυμπιακού. Έχασε τη θέση του στην Εθνική και μαζί το Μουντιάλ του 1994, ενώ προς στιγμήν τέθηκε και θέμα παραχώρησής του! Παρά το γεγονός ότι δεν απέδιδε τα αναμενόμενα, όμως, υπήρχαν στιγμές που φανέρωνε το αυθεντικό ταλέντο του, κρύβοντας την μπάλα και πετυχαίνοντας υπέροχα γκολ. Κι αυτό τον έκανε ακόμα πιο αγαπητό στον κόσμο, που ζητούσε να τον βλέπει όλο και συχνότερα. Εν τέλει, ο Καραπιάλης εξελίχθηκε σε είδωλο της «ερυθρόλευκης» κερκίδας και σε ποδοσφαιριστή-σύμβολο (μαζί με τον Κυριάκο Καραταΐδη) της μετάβασης από τα πέτρινα χρόνια, στην εποχή της παντοκρατορίας με τον Ντούσαν Μπάγεβιτς στον πάγκο.
Τότε έπαιξε ο Καραπιάλης το καλύτερό του ποδόσφαιρο με τη φανέλα του Ολυμπιακού, θυμίζοντας τις ένδοξες μέρες του στον κάμπο, όταν οδήγησε την ΑΕΛ στην κατάκτηση του πρωταθλήματος το 1988. Η συμβολή του στην κατάκτηση τεσσάρων Πρωταθλημάτων κι ενός Κυπέλλου μέχρι το 2000 ήταν τεράστια, ενώ ήταν ένας από τους κορυφαίους παίκτες και στην πορεία των Πειραιωτών μέχρι τους «8» του Τσάμπιονς Λιγκ, το 1999.