«Στη Μυτιλήνη κάποιοι με κοιτούν περίεργα, αλλά δε με νοιάζει. Ας πιστεύει ο καθένας ό,τι θέλει. Είμαι καλά και είμαι αθώα»
Για την περιπέτεια της σύλληψής της στο αεροδρόμιο του Χονγκ Κονγκ με 2,6 κιλά κοκαΐνη και τους 17 μήνες που πέρασε στις φυλακές μίλησε στον Alpha η Ειρήνη Μελισσαροπούλου.
Όπως εξιστορεί, στο αεροδρόμιο βρέθηκαν ξαφνικά μπροστά της 5 ομάδες τελωνειακών. «Με κοιτούσαν περίεργα. Τότε με έπιασε το άγχος. Μίλαγαν μεταξύ τους και κοιτούσαν συνέχεια την τσάντα στο X-ray. Είχαν φωνάξει και ανώτερους (…) κάτι μέσα μου δεν πήγαινε καλά. Σκίζουν με νυστέρι την τσαντούλα. Αυτό που είδα θα μείνει αξέχαστο για πάντα.
Μια τσάντα καφέ που δεν ήξερα ότι βρισκόταν εκεί μέσα. Παίρνουν το νυστέρι και βρίσκουν άσπρη σκόνη. Μπροστά μου κάνουν το τεστ. Είναι θετικό. Κοκαΐνη. Παθαίνω σοκ, είχα χάσει τη γη κάτω από τα πόδια μου. Νευρικό κλονισμό. Έκλαιγα. Κάτι μου είπαν για arrest (σ.σ σύλληψη), αλλά δεν υπήρχε μεταφραστής εκεί για να μου εξηγήσει τι γινότανε και γιατί βρισκόταν αυτό μέσα στην τσάντα. Δαχτυλικά αποτυπώματα, DNA, ήμουν καθαρή εκτός από αυτό το πράγμα που βρέθηκε. Δεν καταλάβαινα καλά τι λέγανε. Μου δείχνανε χαρτιά, στα κινέζικα στα αγγλικά, τίποτα στα ελληνικά».
Στη φυλακή
Οι συγκρατούμενες την υποδέχθηκαν ως «το μοντέλο από την Ελλάδα». «Ανοίγει το κελί, “έλα να μας δείξεις πως περπατάς”, είχε βγει η φήμη ότι είχε έρθει το μοντέλο από την Ελλάδα», λέει για τις συγκρατούμενές της, κυρίως από τη Βρετανία και την Ινδονησία. «Κοιμόμουν πάνω σε ξύλο. Έμαθα αγγλικά και κινέζικα. Είναι σαν στρατός. Προσοχή. Μεταβολή. Να γυρνάς από την άλλη πλευρά. Εγώ αυτά δεν θα τα είχα ξαναδεί. Στρώσιμο κρεβατιού. Δύο κουβέρτες και ενδιάμεσα σεντόνι.
Αν δεν υπακούς σου κόβουν τα λεφτά από τις δουλειές που κάνεις (μέσα στη φυλακή), απομόνωση, σου κόβουν το φαΐ. Δεν διαβάζεις βιβλία. Ένιωθα τρόμο, φόβο, θυμήθηκα τους γονείς μου, τον αδερφό μου. Λύγιζα τόσο πολύ που δεν μπορούσα να κρατηθώ και μου έλεγαν “μην κλαις”. Ο αδερφός μου ο μικρός τι έφταιγε; Γιατί τους είχα φλομώσει στο ψέμα; Γιατί είχα κάνει τον Πέτρο θεό και τους γονείς μου τους πέταξα κάτω και τους πατούσα;», αναρωτιέται.
Η αθώωση
«Θέλω να δω τον αδελφό μου, είναι 10 χρονών», είπε στους δικούς της. Είχε να τον δει ενάμισι χρόνο. «Κλάματα, κατέρρευσα, έκλαιγε το μωρό, έκλαιγα κι εγώ. Τέτοια χαρά δεν είχα ξανανιώσει. Από εκείνη την ημέρα τον αγκαλιάζω κάθε ημέρα. “Ειρήνη θα ξανάρθεις; Μη φύγεις ή πάρε με μαζί σου”».
Η Μελισσαροπούλου λέει πως ορισμένοι στην κλειστή κοινωνία της Μυτιλήνης την αντιμετωπίζουν με επιφυλακτικότητα και καχυποψία. «Βλέπω ανθρώπους να με κοιτάνε περίεργα. Όμως είμαι καλά, είμαι αθώα, με την οικογένειά μου. Αυτό μου αρκεί. Ο καθένας μπορεί να πιστεύει ό,τι θέλει, Είμαι αθώα».