Πώς να εξηγήσεις σε κάποιον νεότερο τι σήμαινε το να αφήσει ο Γιώργος Δεληκάρης τον Ολυμπιακό και να πάει στον «αιώνιο» αντίπαλό του. Άντε, ας το «χοντρύνουμε» λίγο κι ας πούμε ότι ήταν σαν να άφηνε την Μπαρτσελόνα για χάρη της Ρεάλ, ο Λιονέλ Μέσι. Ε, δεν ήταν λογικό να γίνει χαμός στις 10 Ιουλίου 1978, όταν μαθεύτηκε ότι ο Δεληκάρης θα φορούσε το «τριφύλλι»;
Μεταγραφή παίκτη από τον ένα «αιώνιο» στον άλλο είχε γίνει πολύ πριν τους αποδοθεί ο χαρακτηρισμός «αιώνιοι αντίπαλοι»: ο τερματοφύλακας, Λεωνίδας Καλογερόπουλος, είχε κάνει το μακρινό 1927 το αντίστροφο δρομολόγιο, πηγαίνοντας από τον Παναθηναϊκό στον Ολυμπιακό. Πολύ πιο πρόσφατα είχε κάνει το ίδιο δρομολόγιο ο Χάρης Γραμμός. Ο Δεληκάρης, όμως, ήταν άλλη φάση. Δεν ήταν «ξεζουμισμένος» από τον Ολυμπιακό, αλλά το καμάρι του. Ο παίκτης που ουσιαστικά αναδείχθηκε μέσα από τα σπλάχνα του, όταν αποκτήθηκε πιτσιρικάς από τον Αργοναύτη, το είδωλο μίας ολόκληρης γενιάς «ερυθρόλευκων» οπαδών. Ακόμα κι όταν η κόντρα του με τον τότε πρόεδρο του συλλόγου, Ηρακλή Τσιτσαλή, είχε φτάσει στο απροχώρητο, κανείς δεν φανταζόταν ότι θα έφευγε. Πόσο μάλλον να πάει στον Παναθηναϊκό!
Ήταν τολμηρή αυτή η κίνηση του Δεληκάρη. Τάραξε τα νερά, υπερέβη τα εσκαμμένα, αλλά γι’ αυτό ακριβώς έμεινε στην Ιστορία. Στα ντουζένια του, λίγο πριν κλείσει τα 27 του χρόνια, έκανε χρήση της οκταετίας του (μόλις είχε καθιερωθεί ο συγκεκριμένος νόμος) και επέλεξε να πάει στην ομάδα που του έδινε τη δυνατότητα να πρωταγωνιστήσει. Ίσως να το έκανε και για να «πονέσει» περισσότερο τον Ολυμπιακό -ποιος ξέρει; Ο ίδιος ο μεγάλος άσος, έχει δηλώσει πριν από χρόνια, όταν επανεμφανίστηκε στο προσκήνιο, ότι μετάνιωσε. Αλλά χάρη στη δική του επαναστατική κίνηση, ακολούθησαν παρόμοιο δρόμο κι άλλοι, λίγες μόνο ημέρες μετά από αυτόν. Ο Ολυμπιακός «εκδικήθηκε» τον Παναθηναϊκό αποκτώντας τον διωγμένο, Αντώνη Αντωνιάδη. Και ο Μίμης Δομάζος, τον οποίο επίσης είχε «φάει» από το «τριφύλλι» ο Κάζιμιρ Γκόρσκι, κατέληξε στην νταμπλούχο ΑΕΚ. Ήταν ο πιο… τρελός Ιούλιος στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου!
Ας επιστρέψουμε, όμως, στον Δεληκάρη για να καταγράψουμε το χρονικό της μεταγραφής του. Το γυαλί ράγισε από τα τέλη του 1977, όταν οι υπόλοιποι παίκτες του Ολυμπιακού ζήτησαν την καθαίρεση του Δεληκάρη από την αρχηγία, λόγω πειθαρχικών παραπτωμάτων στα οποία είχε υποπέσει. Στο παιχνίδι με την Καβάλα (2-0), στις 8 Ιανουαρίου 1978, αντικαταστάθηκε στο ημίχρονο από τον προπονητή, Τόζα Βεσελίνοβιτς, γεγονός που δεν του άρεσε καθόλου. Έτσι, δεν κατέβηκε στο παιχνίδι που ακολουθούσε, με τον Πανιώνιο στη Νέα Σμύρνη (0-0), προφασιζόμενος ασθένεια της συζύγου του.
Η διαγραφή
Γρήγορα, ωστόσο, αποκαλύφθηκε ότι δεν ήταν αυτός ο λόγος της απουσίας του και, ύστερα από μία επεισοδιακή απολογία, το Δ.Σ. του επέβαλε μία εξοντωτική ποινή. Διαγραφή για τα επόμενα δύο χρόνια! Η απόφαση κοινοποιήθηκε και στην ΕΠΟ, η οποία μείωσε την ποινή στον ένα χρόνο, προκαλώντας τις αντιδράσεις των «ερυθρολεύκων». Ήταν προφανές ότι στον Ολυμπιακό δεν ήθελαν ούτε να σκέφτονται το ενδεχόμενο μεταπήδησής του αρχηγού τους σε άλλη μεγάλη ομάδα. Γι’ αυτό και είχαν φροντίσει να έρθουν σε επαφή με τον Παναθηναϊκό, την ΑΕΚ και τον ΠΑΟΚ και να συμφωνήσουν ότι δεν θα διεκδικούσε κανείς παίκτη του άλλου που θα συμπλήρωνε οκταετία.
Στην άκρη του μυαλού του Τσιτσαλή πρέπει να υπήρχε και η ελπίδα της μετάνοιας του Δεληκάρη λόγω του αποκλεισμού του από την ομάδα, ώστε το καλοκαίρι να αποδεχθεί την πρόταση ανανέωσης. Αυτό, όμως, δεν συνέβη, μια και η συνάντηση του διεθνούς άσου με τον πρόεδρο του Ολυμπιακού, στις αρχές Ιουλίου, απέβη άκαρπη, ενώ στο ενδιάμεσο η ΑΕΚ και ο Παναθηναϊκός έκαναν… τα κορόιδα για τη συμφωνία περί μη διεκδίκησης του παίκτη. Κατηγορούσαν, μάλιστα, τους «ερυθρόλευκους» ότι αυτοί την είχαν αθετήσει πρώτοι, σε άλλες περιπτώσεις.
Όταν στις 8 Ιουλίου ο Δεληκάρης έστειλε εξώδικο στον Ολυμπιακό, με το οποίο γνωστοποιούσε ότι θα έκανε χρήση της οκταετίας του, όλοι περίμεναν με αγωνία να μάθουν από πού θα ακουστεί… το μπαμ. Ακούστηκε τελικά από τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, στις 10 του μήνα. Καταβάλλοντας 4,6 εκ. δρχ. στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, ο Παναθηναϊκός είχε αποκτήσει τον πιο χαρισματικό Έλληνα ποδοσφαιριστή, ο οποίος μάλιστα πόζαρε στους φωτορεπόρτερ με την πράσινη φανέλα και εμφανιζόταν μες στην καλή χαρά ανάμεσα στον πρόεδρο του «τριφυλλιού», Απόστολο Νικολαΐδη, τον γενικό αρχηγό, Αντώνη Μαντζεβελάκη και τον Παύλο Γιαννακόπουλο.
Αστυνομική προστασία!
Αυτές οι φωτογραφίες, μαζί με τη γραπτή δήλωση του Δεληκάρη περί συναισθηματισμού για την επιλογή του Παναθηναϊκού, ήταν «μαχαιριά» στα στήθη χιλιάδων φίλων του Ολυμπιακού, που δεν δίστασαν να φτάσουν στο άλλο άκρο. Για πρώτη φορά στα ελληνικά χρονικά, ακούστηκε η λέξη «προδότης» όχι για έναν εχθρό της πατρίδας, αλλά για έναν αθλητή. Διαισθανόμενος ότι η κατάσταση μπορούσε εύκολα να ξεφύγει, ο Μαντζεβελάκης, κινήθηκε για να εξασφαλίσει αστυνομική προστασία στον Δεληκάρη, ώστε αυτός να μπορεί να κυκλοφορήσει έξω από το σπίτι του! Ανήκουστα πράγματα…
Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά το αρχικό σοκ και αφού αποκάλεσε υποτιμητικά βετεράνο τον Δεληκάρη, η διοίκηση του Ολυμπιακού έκανε μία ύστατη προσπάθεια να τον μεταπείσει, μια και μεγάλη μερίδα του κόσμου έδειχνε διάθεση να τον συγχωρήσει. Εις μάτην, όμως. Ο Δεληκάρης έδειχνε συνειδητοποιημένος. «Ηρθα και θα μείνω για πάντα στον Παναθηναϊκό. Το τριφύλλι μου πάει και μάλιστα πολύ», δήλωσε στις 19 Ιουλίου, αμέσως μετά τη συμμετοχή του στην πρώτη προπόνηση του «τριφυλλιού» για την επόμενη περίοδο. Ήταν το τέλος.
Βέβαια, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ευχάριστα για τον Δεληκάρη στο «τριφύλλι», μια και η εγκεκριμένη από την ΕΠΟ ποινή που του είχε επιβάλει ο Ολυμπιακός, τον ακολουθούσε και στη νέα του ομάδα. Δεν απέκτησε δικαίωμα συμμετοχής πριν από τα τέλη Απριλίου του 1979, πρόλαβε ωστόσο να πάει ως αντίπαλος στο Καραϊσκάκη και να βιώσει την κατακραυγή από τους ανθρώπους που μέχρι και λίγους μήνες πριν τον λάτρευαν σαν θεό. Η αλήθεια είναι ότι και στη συνέχεια δεν έπιασε τα υψηλότατα επίπεδα απόδοσης που είχε συνηθίσει τον κόσμο όταν αγωνιζόταν στον Πειραιά, ενώ και το τέλος ήρθε (τον Οκτώβριο του 1981) άδοξα και μυστηριωδώς. Όμως, ο συμβολισμός της μεταγραφής που ολοκληρώθηκε σαν σήμερα το 1978, παραμένει αναλλοίωτος. Εκείνη τη μέρα, τελείωσε οριστικά και αμετάκλητα η ρομαντική εποχή του ελληνικού ποδοσφαίρου.