Η μαύρη λίστα καταρτίστηκε για πρώτη φορά το 2017, με αφορμή τα μεγάλα σκάνδαλα φοροαποφυγής, όπως τα Panama Papers και τα LuxLeaks, τα οποία ώθησαν την ΕΕ να ενισχύσει τη δράση της, για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής από πολυεθνικές εταιρείες και δισεκατομμυριούχους.
Κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, η Επιτροπή αξιολόγησε 92 χώρες με βάση τρία κριτήρια: τη φορολογική διαφάνεια, τη χρηστή διακυβέρνηση και την πραγματική οικονομική δραστηριότητα, καθώς και την ύπαρξη μηδενικού συντελεστή φορολογίας εταιρειών.
Συνολικά 34 χώρες θα συνεχίσουν να παρακολουθούνται φέτος στον γκρίζο κατάλογο, ενώ 25 χώρες, από την αρχική διαδικασία ελέγχου, έχουν πλέον συμμορφωθεί.
Ο Πιερ Μοσκοβισί, επίτροπος Οικονομικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων, Φορολογίας και Τελωνείων δήλωσε: «Ο ενωσιακός κατάλογος των φορολογικών παραδείσων είναι μια πραγματική ευρωπαϊκή επιτυχία. Έχει επηρεάσει σημαντικά τη φορολογική διαφάνεια και τη δικαιοσύνη παγκοσμίως».
Πέντε χώρες δεν έχουν αναλάβει ακόμα καμία δέσμευση, μετά τη θέσπιση της πρώτης μαύρης λίστας το 2017, αυτές είναι οι παρακάτω: Αμερικανική Σαμόα, Γκουάμ, Σαμόα, Τρινιδάδ και Τομπάγκο και Αμερικανικές Παρθένοι Νήσοι.
Τρεις ακόμα χώρες που δεν τήρησαν τις δεσμεύσεις τους είναι τα Μπαρμπάντος, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και οι Νήσοι Μάρσαλ. Επιπλέον, επτά χώρες μεταφέρθηκαν από τον «γκρίζο κατάλογο» στη «μαύρη λίστα» για τον ίδιο λόγο, οι οποίες είναι: Αρούμπα, Μπελίζε, Βερμούδες, Φίτζι, Ομάν, Βανουάτου και Ντομίνικα.