Η τραγική είδηση του θανάτου του Αμερικανού καλαθοσφαιριστή Τάιλερ Χάνεϊκατ, μονοπωλεί το ενδιαφέρον της αθλητικής και όχι μόνο ειδησεογραφίας αυτό το Σαββατοκύριακο. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ που προκύπτει μέχρι στιγμής από την Αμερική, ο Χάνεϊκατ φέρεται να πυροβόλησε αστυνομικούς σε περιοχή του Λος Άντζελες, μετά οχυρώθηκε στο σπίτι του για να προφυλαχθεί και τελικά φαίνεται πως αυτοκτόνησε. Έστω κι αν αυτή την εκδοχή την απορρίπτει πλέον η μητέρα του.
Μάλιστα, οι Αρχές είχαν λάβει κλήση από την ίδια, η οποία δήλωσε πως ο γιος της συμπεριφέρεται εντελώς αλλοπρόσαλλα. Με αφορμή τα παραπάνω, ένα θέμα που προκύπτει είναι η δύσκολία διαχείρισης ψυχοπιεστικών καταστάσεων στο υψηλότερο επίπεδο του αθλητισμού, όπως μπορεί να είναι για παράδειγμα η δημοφιλία και η απόκτηση πολλών χρημάτων. Σε αυτή την κατεύθυνση, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι αθλητές είναι άνθρωποι κι αυτοί, με πολλές αδυναμίες.
Εξάλλου, δεν είναι λίγοι οι καλαθοσφαιριστές που τον τελευταίο καιρό έχουν δηλώσει ανοιχτά ότι πάσχουν από κάποια ψυχική διαταραχή. Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα αποτελούν οι περιπτώσεις του Ντεμάρ Ντε Ρόζαν και του Κέβιν Λοβ, οι οποίοι μίλησαν ανοιχτά για τις κρίσεις πανικού και την κατάθλιψή τους. Μέχρι πρότινος και μέχρι να αυξηθούν τα περιστατικά, η εμφάνιση ψυχικής ασθένειας μεταξύ αθλητών δεν θεωρούνταν κάτι σύνηθες.
Κανείς δεν έδινε την απαιτούμενη σημασία σ’ αυτούς τους ανθρώπους που φαινομενικά τα έχουν όλα: δόξα, χρήματα, αυτοκίνητα, σπίτια, γυναίκες. Δεν έχουν δικαίωμα λοιπόν να νοσήσουν ή να αναφέρουν ότι βιώνουν μια έντονη ψυχοπιεστική κατάσταση.
Όμως, είναι γεγονός ότι συνθήκες όπως είναι η πίεση του πρωταθλητισμού, η διαχείριση της επιτυχίας και της αποτυχίας, οι σοβαροί τραυματισμοί και η κακή απόδοση, μπορούν να οδηγήσουν τους αθλητές σε ψυχικό αδιέξοδο. Ένα αδιέξοδο που δεν «υπολογίζει» ούτε τα χρήματα, ούτε τη δόξα και δεν θεραπεύεται πλήρως με αυτά. Επιπλέον, ένας παράγοντας που διαδραματίζει στις μέρες μας σημαντικό ρόλο είναι η δύναμη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Το γεγονός ότι ο καθένας μπορεί πολύ εύκολα να εκφράσει την άποψή του, πολύ συχνά απευθείας στον ίδιο τον αθλητή, δεν είναι πάντοτε θετικό. Κάθε άλλο, ειδικά στη χώρα μας, κρύβει πολλούς κινδύνους.
Βλέποντας σχόλια κάτω από την είδηση ότι μάλλον αυτοκτόνησε ο Χάνεϊκατ, παρατήρησα αδιανόητες τοποθετήσεις όπως: «Τον τρέλανε ο προπονητής Μπαρτζώκας πέρυσι και δεν άντεξε». Σαφώς αυτό δεν είναι χιούμορ. Κι αποτελεί μόλις ένα μικρό παράδειγμα σχολιασμού, από τα πολλά παρόμοια που γίνονται καθημερινά προς αυτή την κατεύθυνση.
Φυσικά, ο κόσμος βιώνει πολλές καθημερινές δυσκολίες μέσα από τη μεγάλη κοινωνικό-οικονομική κρίση που μας ταλανίζει. Μια κρίση που έχει εισβάλλει ξαφνικά στις ζωές όλων και δείχνει ικανή να παραμορφώσει τον χαρακτήρα του καθενός.
Έτσι πιεσμένος που είναι ο κόσμος «ξεσπάει» με αυτό τον τρόπο. Άλλωστε, βλέπει πόσα χρήματα παίρνουν οι αθλητές και νευριάζει γιατί «είναι άδικο να παίρνει εκατομμύρια κάποιος κλωτσώντας απλώς μια μπάλα ή βάζοντάς την σε ένα καλάθι». Ειλικρινά, μέχρι πότε θα αποτελεί δικαιολογία και άλλοθι η κρίση για τέτοιες πράξεις; Σε καμία περίπτωση, η κρίση και η ανεργία δεν γίνεται να αποτελούν δικαιολογίες για την έλλειψη παιδείας και προοδευτικής σκέψης.
Κλείνοντας, με αφορμή αυτό τον θάνατο, αλλά και τα αρκετά περιστατικά εμφάνισης ψυχικών διαταραχών στον χώρο, μπορούμε να πούμε ότι είναι επιτακτική η ανάγκη τοποθέτησης ειδικών ψυχικής υγείας, στις ομάδες όλων των αθλημάτων. Η εμφάνιση ψυχικής διαταραχής ενός αθλητή, ειδικά στις μέρες μας, δεν πρέπει να αποτελεί θέμα «ταμπού» για κανέναν.
Ούτε για τους ίδιους τους προέδρους, ούτε για τους αθλητές, ούτε για τους θεατές. Σίγουρα, ο εκάστοτε προπονητής πρέπει να είναι και «ψυχολόγος» για τους παίχτες του, αλλά μπροστά στις μεγάλες και πολλές ευθύνες, αυτό δεν είναι εύκολο. Μελλοντικά, είναι πιθανό ότι λόγω των υπερβολικών απαιτήσεων και της υπερβολικής «έκθεσης» των αθλητών, ο αυθεντικός ψυχολόγος θα έχει σημαντικότερο ρόλο και από αυτόν του προπονητή σε μια ομάδα.
Λάμπρος Αναγνωστόπουλος