Η ιστορία επαναλήφθηκε μέσα σε μόλις τέσσερις μέρες. Και αυτή τη φορά είχε όντως τα στοιχεία της τραγωδίας, όπως το απόφθεγμα που είχε διατυπώσει ο Μαρξ. Την περασμένη Κυριακή, ο Ολυμπιακός έμεινε 19 πόντους πίσω από το Περιστέρι σε εκείνο το αδιανόητο 19-38 στα μέσα της 2ης περιόδου. Το ότι η διαφορά ανατράπηκε φτάνοντας ακόμα και στο +24, δεν οφειλόταν μονάχα στην ικανότητα της ομάδας του Μπλατ: λόγο στην ανατροπή είχε πρωτίστως η απειρία και η αδυναμία των παικτών του Πεδουλάκη να διαχειριστούν αντίστοιχες καταστάσεις κόντρα σε σαφώς ανώτερους ποιοτικά αντιπάλους.
Για κάποιο λόγο, οι ερυθρόλευκοι μπήκαν στον πειρασμό να το ξανακάνουν. Μόνο που η Νταρουσάφακα, όσο αδύναμη ομάδα κι αν θεωρείται για τα δεδομένα της φετινής Euroleague, δεν έχει καμία σχέση με το επίπεδο των «Περιστερίων» του ελληνικού πρωταθλήματος. Ακόμα κι έτσι, ο Ολυμπιακός το μάζεψε το ματς, αλλά όταν είχε φτάσει η ώρα της προσπέρασης, οι Πειραιώτες ξέμειναν. Όχι από δυνάμεις: από χρόνο πρωτίστως και από καθαρό μυαλό δευτερευόντως.
Όταν μια ομάδα προέρχεται από 12 συνεχόμενες ήττες, είναι μαθηματικά βέβαιο πως κάποια στιγμή αυτό το σερί θα σπάσει. Από ένα σημείο και μετά, είναι απλώς θέμα χρόνου να συμβεί. Και είναι πιο πιθανό να την πατήσει κάποιος ισχυρός, παρά μια ομάδα που αντιμετωπίζει την εκάστοτε Νταρουσάφακα με το μαχαίρι στα δόντια, γνωρίζοντας πως δεν θα έχει και πολλές τέτοιες ευκαιρίες για νίκη στη συνέχεια. Έτυχε να την πατήσει ο Ολυμπιακός. Έλλειψη συγκέντρωσης; Εορταστικό κλίμα; Υπεροψία; Διαλέγετε και παίρνετε, το αποτέλεσμα δεν πρόκειται να αλλάξει.
Για να φανεί αν μια ήττα ήταν… εποικοδομητική (σαν κι αυτές που πάντοτε κάνουν οι… άλλοι), θα πρέπει να περάσει καιρός. Αν στο τέλος της κανονικής περιόδου ο Ολυμπιακός χάσει στην ισοβαθμία με την Εφές την τέταρτη θέση και τελικά μείνει εκτός φάιναλ φορ με μειονέκτημα έδρας, κοιτώντας προς τα πίσω η χθεσινή ήττα θα έχει τη μορφή ενός τεράστιου στραπάτσου, μιας πραγματικής αγωνιστικής καταστροφής.
Αντίστοιχα, αν η ομάδα του Μπλατ δείξει την απαραίτητη σοβαρότητα στη συνέχεια, πάρει όλα τα ματς που πρέπει και στην πορεία ενισχυθεί κιόλας (κακά τα ψέματα, τον τελευταίο καιρό πολλοί είχαν αρχίσει να ξεχνούν ότι επίκειται αλλά και επιβάλλεται μεταγραφική κίνηση), το κάζο της Πόλης θα μπορούσε να αποτελέσει τρόπον τινά μια ρεπετισιόν εκείνου του αλησμόνητου ματς με τον ΒΑΟ το 1997. Έστω κι αν η διαφορά δυναμικότητας των δυο αντιπάλων και κατ’ επέκταση το μέγεθος της έκπληξης δεν συγκρίνονται με τίποτα…
Σε ένα άθλημα που τα πάντα λίγο πολύ κρίνονται στο τελευταίο δίμηνο της σεζόν, το να είσαι σούπερ τον Δεκέμβρη, τον Γενάρη ή ακόμα και τον Μάρτη, ελάχιστη σημασία έχει. Το ζητούμενο είναι να βρίσκεσαι σε ένα καλό επίπεδο από την αρχή, φροντίζοντας να παίρνεις τις νίκες που πρέπει ώστε να μη χάσεις πολύ έδαφος. Σε όλο αυτό το διάστημα μπορείς να σημαδέψεις κάποια ματς ώστε να μετρήσεις την ανταγωνιστικότητά σου και να καταλάβεις που και πόσο μπορείς να επέμβεις μεταγραφικά στο ρόστερ, ώστε την ώρα που κρίνονται οι προκρίσεις και οι τίτλοι, να είσαι στο peak της ανταγωνιστικότητάς σου.
Να το πάμε και πιο μακριά; Ο μεγάλος στόχος – ειδικά για φέτος – δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι η Ευρωλίγκα. Αυτός παίρνει έτσι κι αλλιώς αναβολή για του χρόνου, με δεδομένο ότι το φάιναλ φορ θα διεξαχθεί στο ΟΑΚΑ. Αυτό που προέχει είναι η κατάκτηση του πρωταθλήματος, έτσι ώστε να προκύψει η ηρεμία που θα χρειαστεί ο Μπλατ προκειμένου να δουλέψει απερίσπαστος το καλοκαίρι για το επόμενο «θαύμα» του.
Προφανώς υπάρχουν τη δεδομένη στιγμή ανορθογραφίες στο ρόστερ, που φαίνονται ακόμα μεγαλύτερες όταν παίκτες με συμβόλαια όπως του Τίμα συνεχίζουν να απογοητεύουν. Μη σας ακούγεται περίεργη η παραπάνω αναφορά: οι υψηλές αποδοχές φέρνουν και υψηλές απαιτήσεις. Αν το ισοζύγιο είναι φανερά αρνητικό, το πρόβλημα που δημιουργείται προεκτείνεται από τις τέσσερις γραμμές και φτάνει μέχρι τις ντουζιέρες. Και από εκεί, στην εξέδρα. Σκεφτείτε πόσο μικρότερη θα ήταν π.χ. η γκρίνια προς τον Μάντζαρη, αν το συμβόλαιό του ήταν επιπέδου Μπόγρη.
Για τα ΜΜΕ πάλι, τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά. Ακόμα και οι αφελέστεροι των αναγνωστών μπορούν να κατανοήσουν τη σπουδή Μέσων και «επιφανών» αρθρογράφων μετά από κάθε ήττα του Ολυμπιακού. Που είναι πάντοτε «αναπάντεχη», «σκληρή», «πικρή» και ποτέ «διδακτική»…
Το καλό είναι πως ο μέσος αναγνώστης είναι πλέον αρκούντως πονηρεμένος και ψυλλιασμένος ώστε να μπορεί να διακρίνει τις πραγματικές διαθέσεις κάθε συντάκτη πίσω από οποιοδήποτε κείμενο. Αυτό βεβαίως δε σημαίνει ότι δεν θα υπάρχουν πάντοτε εύπιστοι ή απλώς καλοπροαίρετοι που θα την πατήσουν. Έχουν χτιστεί ένα σωρό καριέρες όλα αυτά τα χρόνια πάνω σε αυτή τη λογική. Τι σόι «φάρος» θα ήταν άλλωστε, αν δεν μπορούσε να τυφλώσει έστω τους ανυποψίαστους;