Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών προχώρησε στην άρση της προσωρινής κράτησης του ενεχυροδανειστή Ριχάρδου και των επτά συγκατηγορούμενών του για το κύκλωμα λαθρεμπορίας χρυσού, ωστόσο κάνει λόγο για σοβαρές ενδείξεις ενοχής τους.
Σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. 5706/2018 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, προκύπτει ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής για τις κακουργηματικές πράξεις που αποδίδονται με το κατηγορητήριο στους 8, αφού συντρέχει υψηλός βαθμός πιθανολόγησης ότι έχουν τελέσει τις διωκόμενες κακουργηματικές πράξεις, ιδίως εν όψει του ότι οι κατασχεθείσες ποσότητες χρυσού, αργυρού, κοσμημάτων, ρολογιών και λοιπών τιμαλφών, που βρέθηκαν στο πλαίσιο των ερευνών που διενεργήθηκαν προορίζονται για εξαγωγή προς την Τουρκία, χωρίς να προκύπτει γι’ αυτά η ύπαρξη φορολογικών παραστατικών σχετικά με την προέλευσή τους και την επ’ αυτών επιμέτρηση φόρων, δηλαδή ΦΠΑ και ενδεχομένως φόρου πολυτελείας, με αποτέλεσμα να νοούνται ως λαθρεμπορεύματα.
Ακόμη, αναφέρει το βούλευμα ότι δεν διευκρινίστηκε από τους εμπλεκόμενους εάν τα κατασχεθέντα προέρχονται από το εξωτερικό, από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τρίτες χώρες και εάν καταβλήθηκε ή όχι ΦΠΑ.
Το βούλευμα «εξασθενεί» τα τελωνειακά έγγραφα που στάλθηκαν στην ανακρίτρια και άλλαξε άποψη για το θέμα της προφυλάκισης των εμπλεκομένων.
Ειδικότερα, σημειώνεται στο βούλευμα ότι η κρίση του Συμβουλίου περί της ύπαρξης σοβαρών ενδείξεων ενοχής σε βάρος των εμπλεκομένων δεν αναιρείται από κανένα αποδεικτικό μέσο, ούτε από τα έγγραφα της ΑΑΔΕ Γενική Διεύθυνση Τελωνείων κ.λπ.
Και αυτό γιατί η Γενική Διεύθυνση Τελωνείων στα έγγραφά της «δεν αναφέρεται στην εξαγωγή λαθρεμπορευμάτων από τη χώρα, που αποτελεί εν προκειμένω το κρινόμενο ζήτημα».
Επομένως, υπογραμμίζει το βούλευμα, «οι σοβαρές ενδείξεις ενοχής των εμπλεκομένων δεν κλονίζονται από το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών, ούτε από άλλο αποδεικτικό μέσο».