Ο Κωνσταντίνος Κατσίφας έκανε την τελευταία του «διαδρομή» στους Βουλιαράτες, το χωριό όπου γεννήθηκε, μεγάλωσε και αγάπησε και η μοίρα το θέλησε να ποτίσει με το αίμα του τη γη του. Δώδεκα ημέρες μετά την δολοφονία του από πυρά Αλβανών αστυνομικών, ανήμερα της επετείου της 28ης Οκτωβρίου, η σορός του αναπαύεται πια στην τελευταία του κατοικία λυτρώνοντας και τους γονείς του, που εκτός από το δράμα του χαμού του έζησαν ένα ακόμη, μέχρι να τους παραδοθεί το άψυχο σώμα του παιδιού τους.
Στην τελευταία αυτή διαδρομή ο Κωνσταντίνος δεν ήταν μόνος. Τον συνόδευσε πλήθος κόσμου. Γύρω στις 3.000 υπολογίζονται οι άνθρωποι που συνέρρευσαν στο μικρό χωριό για να πουν το «τελευταίο αντίο» στο παλικάρι που έπεσε νεκρό μετά από συμπλοκή που ξεκίνησε μετά από την ενέργειά του να υψώσει την ελληνική σημαία.
Ο Κωνσταντίνος Κατσίφας κηδεύτηκε με τιμές ήρωα στη συνείδηση των δικών του ανθρώπων, και όλων όσοι συγκινήθηκαν από το χαμό του, αλλά και με παντελή την απουσία της ελληνικής πολιτείας, από την οποία σπαρακτικά κάποιες φορές η κ. Βασιλεία Κατσίφα, η μητέρα του, ζήτησε να μην ξεχάσει την ομογένεια της Βορείου Ηπείρου.
Μια ομογένεια που ζει και αναπνέει για την Ελλάδα, μια ομογένεια φτωχική, ξεχασμένη, γιατί δυστυχώς ακόμα στο θέμα της ομογένειας υπάρχει διαβάθμιση και αυτή της Αλβανίας δεν είναι τόσο «λαμπερή», όσο η ελληνική ομογένεια άλλων χωρών, ώστε να της αποδοθούν τιμές και ενδιαφέρον.
Οι μόνες πολιτικές παρουσίες στην κηδεία ήταν του βουλευτή της ΝΔ, Σάββα Αναστασιάδη και αντιπροσωπείας της Ενωσης Κεντρώων.
Ηταν όμως εκεί οι απλοί άνθρωποι, οι φίλοι, οι συγγενείς του Κωνσταντίνου αλλά και πολίτες που ξεκίνησαν από την Ελλάδα για να βρεθούν δίπλα στους τραγικούς γονείς. Με ελληνικές σημαίες στα χέρια και ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο στην πλατεία.
Η νεκρώσιμη ακολουθία εψάλλη σε κλίμα οδύνης και θρήνου στον ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου, ενώ νωρίτερα, η σορός είχε τεθεί στην κεφαλή της νεκρικής πομπής με την οικογένεια του 35χρονου Κωνσταντίνου Κατσίφα να τον «ακολουθεί».
To πρόσωπό του απίστευτα γαλήνιο για κάποιον νεκρό που έμεινε τόσες ημέρες άταφος, ήρεμο, σχεδόν ευτυχισμένο, κάτι που συζητούσαν μεταξύ τους όλοι όσοι τον αντίκρισαν, αλλά ακόμα και οι άνθρωποι που είδαν τον νεκρό μέσα από τους τηλεοπτικούς δέκτες. Λες και αισθανόταν ότι εκπλήρωσε έναν σκοπό ζωής με τη σύντομη παρουσία του στα εγκόσμια και μπορούσε πια να αναπαυτεί, πλήρης, ικανοποιημένος.
Δώδεκα μέρες μετά τη δολοφονία του, ο Κωνσταντίνος Κατσίφας κηδεύτηκε στους Βουλιαράτες και ήδη στη γη που τον υποδέχθηκε τον περίμενε η τεράστια ελληνική σημαία που είχε φτιάξει ο ίδιος όταν έπαιρνε μέρος στα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Στη νεκρώσιμη πομπή ακούγονταν μοιρολόγια και τραγούδια της Βορείου Ηπείρου, ενώ οι περισσότεροι από όσους την ακολουθούσαν ήταν ταλαιπωρημένοι από το πολύωρο ταξίδι που έκαναν από διάφορες περιοχές της Ελλάδας για να φτάσουν στο χωριό και από τους εξονυχιστικούς ελέγχους που υπέστησαν στα ελληνοαλβανικά σύνορα.
Υπήρχαν ακόμη συνθήματα και για τη Μακεδονία και σημαίες στις οποίες αναγράφεται: «Η Μακεδονία είναι ελληνική». Το σύνθημα που ακούστηκε περισσότερο ήταν το «Κωνσταντίνε ζεις, εσύ μας οδηγείς».
Οι στιγμές τόσο μέσα όσο και έξω από την εκκλησία ήταν συναισθηματικά φορτισμένες, όμως πολλοί ήταν εκείνοι που απέτρεψαν όσους πήγαν να «ξεφύγουν» επαναφέροντάς στους στην τάξη. Κάποιοι δεν δίστασαν να επιτεθούν λεκτικά στα τηλεοπτικά συνεργεία από αλβανικά ΜΜΕ που κάλυπταν συνεχώς όλα όσα συνέβαιναν στους Βουλιαράτες.
Μετά την εξόδιο ακολουθία και όταν η σορός του Κωνσταντίνου Κατσίφα, μεταφέρθηκε στο μνήμα για την ταφή, επικράτησε μια πρωτόγνωρη σιγή από τον κόσμο που είχε πλημμυρίσει το νεκροταφείο. Και όταν έγινε η ταφή, ράγισαν οι πέτρες στο άκουσμα του μοιρολογιού από τον τραγουδιστή Σάββα Σιάτρα από τον οποίο είχε ζητήσει να παρευρεθεί η ίδια η μητέρα του Κωνσταντίνου Κατσίφα.
Στη συνέχεια, οι φίλοι του μετέβησαν στο σημείο που τον δολοφόνησαν και έψαλαν τον εθνικό ύμνο.