Σύμφωνοι, ο Μαραντόνα «πουλάει» πιο πολύ. Εμφανίστηκε σε νεότερη εποχή, άρα τον προλάβαμε αγωνιζόμενο κι εμείς οι «σαράντα και κάτι», αλλά και αρκετοί πιο νέοι -έστω κι αν αυτοί τον πέτυχαν μόνο στα δύο ματς που πρόλαβε να παίξει στο Μουντιάλ του 1994. Βρέθηκε και τώρα στην επικαιρότητα, έστω και για τους λάθους λόγους, γι’ αυτό και «έπαιξε» πολύ σήμερα η δική του επέτειος στέψης, το 1986 με την Αργεντινή στο Μεξικό.
Πριν από τον Ντιέγκο, όμως, υπήρχε ο μύθος του Πελέ. Ο οποίος γιγαντώθηκε κι αυτός σαν σήμερα, ακριβώς 28 χρόνια πριν από εκείνον του Μαραντόνα. Και το 1958, ο τελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου που βρήκε την εθνική ομάδα της διοργανώτριας Σουηδίας να συντρίβεται με 5-2 από την εκπληκτική Βραζιλία, είχε διεξαχθεί στις 29 Ιουνίου. Και στη σύνθεση των θριαμβευτών έλαμπε εκτυφλωτικά ο 17χρονος, Έντσον Αράντες Ντονασιμέντο. Δηλαδή ο Πελέ.
Άγνωστος δεν ήταν στην πατρίδα του ο Πελέ, μια και είχε προκαλέσει εντύπωση από το 1956, όταν πρωτοεμφανίστηκε με τη φανέλα της Σάντος. Ένα χρόνο αργότερα, αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του βραζιλιάνικου πρωταθλήματος, επιτυχία που επανέλαβε και το 1958. Αλλά και πάλι δεν περίμενε ότι θα καλείτο στην Εθνική για το Παγκόσμιο Κύπελλο. Ήταν ακόμα μικρός… Όταν το έμαθε από τον πατέρα του, ένα βράδυ που ξεκουραζόταν αμέριμνος, πίστεψε ότι είχε γίνει κάποιο λάθος! Μέχρι που την επομένη, ο πρόεδρος της Σάντος, Μοντέστο Ρόμα, του έδιωξε κάθε αμφιβολία: «Ει, μικρέ, είσαι πια στην εθνική»!
Ο Πελέ δεν προοριζόταν για βασικός στο Μουντιάλ του 1958. Λίγο έλειψε να μην συμμετάσχει καν, μια και προερχόταν από έναν τραυματισμό στο γόνατο και δεν χρησιμοποιήθηκε στα δύο πρώτα παιχνίδια της «σελεσάο» κόντρα στην Αυστρία (νίκη με 3-0) και την Αγγλία (0-0). Το τελευταίο αποτέλεσμα, όμως, θορύβησε τον προπονητή, Βισέντε Φεόλα και τους υπευθύνους της ομοσπονδίας. Θορύβησε, όμως, και τους έμπειρους άσους της Εθνικής, τον Νίλτον Σάντος, τον Ντίντι και τον αρχηγό, Χιλντεράντο Μπελίνι, οι οποίοι εισηγήθηκαν κάποιες αλλαγές στο κρίσιμο τελευταίο παιχνίδι του ομίλου κόντρα στη Σοβιετική Ένωση.
Ουσιαστικά ήταν οι «παλιοί» αυτοί που επέβαλαν στην εντεκάδα όχι μόνο τον 17χρονο Πελέ, αντί του Ντίντα της Φλαμένγκο, αλλά και τον βιρτουόζο δεξιό εξτρέμ Μανέ Γκαρίντσα, στη θέση του Ζοέλ. Με παρέμβαση κυρίως του Ντίντι, αντικαταστάθηκε στη μεσαία γραμμή και ο Ντίνο με τον Ζίτο, ο οποίος αγωνιζόταν κι αυτός στη Σάντος και ήταν κάτι σαν «μέντορας» του Πελέ. Κανείς, τέλος, δεν έβλεπε με καλό μάτι τον σέντερ φορ, Ζοσέ Αλταφίνι, τον επονομαζόμενο «Ματσόλα», επειδή είχε ήδη συμφωνήσει να συνεχίσει την καριέρα του στη Μίλαν μετά το Μουντιάλ. «Δεν βάζει τα πόδια του στη φωτιά για να μη χάσει το συμβόλαιό του», έλεγαν και κατάφεραν να τον εκπαραθυρώσουν κι αυτόν. Ο Βαβά, ο οποίος είχε παίξει και στο ματς με τους Άγγλους, σταθεροποιήθηκε στην εντεκάδα.
Αυτό ήταν. Η Βραζιλία μεταμορφώθηκε. Μόλις στο 2′ του αγώνα με τη Σοβιετική Ένωση, ο Γκαρίντσα πέρασε όποιον αντίπαλο βρήκε μπροστά του στη δεξιά πλευρά και είχε σουτ στο δοκάρι του Λεβ Γιασίν. Ένα λεπτό αργότερα, όμως, έδωσε ασίστ στον Βαβά κι αυτός άνοιξε το σκορ. Το 2-0 από τον ίδιο παίκτη στο 77′, σφράγισε τη νίκη, την πρόκριση και την αλλαγή σελίδας. Η «σελεσάο» ήταν πια το φαβορί.
Ο Πελέ είχε καλή απόδοση στην πρώτη του συμμετοχή, με την οποία έγινε και ο νεότερος παίκτης που είχε αγωνιστεί μέχρι τότε σε Παγκόσμιο Κύπελλο (17 ετών και 235 ημερών). Το στίγμα του, όμως, το άφησε πιο έντονο στον προημιτελικό με την Ουαλία, η οποία αποδείχθηκε σκληρό «καρύδι» παρά την απουσία του ηγέτη της, του θηριώδους Τζον Τσαρλς της Γιουβέντους. Χρειάστηκε μία δική του εμπνευσμένη ενέργεια στο 73′ για να επιτεχυθεί το γκολ, το οποίο ο ίδιος ο Πελέ χαρακτηρίζει ως το σημαντικότερο της καριέρας του. Η Βραζιλία ήταν στα ημιτελικά.
Όλα είχαν πάρει τον δρόμο τους και η Γαλλία των Ραϊμόν Κοπά και Ζιστ Φοντέν δεν προβλημάτισε τους Βραζιλιάνους. Τον Πελέ, δηλαδή, ο οποίος με τρία διαδοχικά γκολ στο 53′, το 58′ και το 74′, μετέτρεψε το ισχνό 2-1 του πρώτου ημιχρόνου, σε ένα θριαμβευτικό 5-1 -το οποίο μετρίασε κάπως ο Πιαντονί, διαμορφώνοντας το τελικό 5-2 στο 83′. Η «σελεσάο» ήταν στον τελικό και κανείς δεν αμφέβαλλε ότι η ώρα για τη στέψη της είχε φτάσει.
Η καθολική ανωτερότητα των Βραζιλιάνων επιβεβαιώθηκε στον τελικό με τη Σουηδία, που φιλοξενήθηκε στο γήπεδο της Σόλνα. Το γκολ του Νιλς Λίντχολμ, με το οποίο οι γηπεδούχοι προηγήθηκαν μόλις στο 2′, ακολουθήθηκε από έναν καταιγισμό επιθέσεων από τους φαντεζί Νοτιοαμερικάνους. Δύο γκολ-καρμπόν του Βαβά στι 9′ και το 30′, κατόπιν ενεργειών του Γκαρίντσα από δεξιά, αποκατέστησαν την τάξη. Στο 55′ ο Πελέ πέτυχε ένα από τα πιο εντυπωσιακά γκολ της καριέρας του, με ατομική προσπάθεια και βολέ, σιγουρεύοντας τη νίκη και ο Μάριο Ζαγκάλο τής έδωσε διαστάσεις θριάμβου στο 68′.
Ο μετέπειτα προπονητής του Ηρακλή, Άγκνε Σίμονσον, μείωσε στο 80′, όμως η τελευταία λέξη ανήκε στον Πελέ, ο οποίος με μία πανέξυπνη φαλτσαριστή κεφαλιά στο 89′, διαμόρφωσε το τελικό 5-2. Το σφύριγμα της λήξης τον βρήκε να κλαίει με λυγμούς από τη συγκίνηση, μια και είχε μόλις βγάλει την πίεση δεκατριών ημερών. Δεκατριών ημερών που άλλαξαν όχι μόνο τη μοίρα του ίδιου και της Βραζιλίας, αλλά και του ποδοσφαίρου, που είχε βρει τον πρώτο του «βασιλιά».
Χάρη στον Πελέ ο αριθμός «10» έγινε συνώνυμος του ηγέτη -κι ας μην τον επέλεξε ο ίδιος ούτε κάποιο μέλος της βραζιλιάνικης ομάδας, παρά ένας Σουηδός από την οργανωτική επιτροπή! Δεν ήταν και λίγα τα ρεκόρ του στη Σουηδία: Έως και σήμερα παραμένει ο νεότερος σκόρερ στην ιστορία των Μουντιάλ (ήταν 17 ετών και 239 όταν σκόραρε κατά της Ουαλίας), αλλά και ο νεότερος που έχει πετύχει χατ τρικ εκεί (ήταν 17 ετών και 244 στον ημιτελικό με τη Γαλλία). Και βέβαια, κανένας άλλος δεν έχει κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο πριν κλείσει τα 18, πέρα από αυτόν.
Δεν τον προλάβαμε και δεν τον έχουμε δει παρά μόνο σε στιγμιότυπα. Ορισμένες φορές, όμως, αρκούν κι αυτά για να καταλάβεις πόσο μεγάλος ήταν ο Πελέ.